παρακάθημαι
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
inf. -καθῆσθαι, A to be seated beside or near, τινι Ar.Ra. 1492, Th.6.13: abs., Pl.Cri.43b; οἱ παρακαθήμενοι Id.Prt.320c, al.; of passengers in a ship, GDI3835 (Rhodes). 2 of an army, encamp beside, Plb.9.11A.2. 3 to be busy about, τινι PSI4.402.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἧμαι), daneben-, dabeisitzen; Plat. Crit. 43 a Prot. 315 d, τινί, wie Ar. Ran. 1491 u. Thuc. 6, 13; vom Heere, sich dabei lagern, Pol. 9, 44, 2.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
être assis auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κάθημαι zitten naast, met dat.
Russian (Dvoretsky)
παρακάθημαι:
1) сидеть рядом (τινι Arph., Thuc.): οἱ παρακαθήμενοι Plat. сидевшие рядом, т. е. присутствовавшие;
2) быть расположенным рядом (στρατόπεδα παρακαθήμενα Polyb.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κάθομαι κοντά σε κάποιον, παραπλεύρως κάποιου
νεοελλ.-μσν.
κάθομαι μαζί με κάποιον ή δίπλα σε κάποιον, λαμβάνω μέρος σε συγκέντρωση μαζί με άλλους («παρακάθημαι σε γεύμα»)
αρχ.
1. (για στρατό) στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
2. απασχολούμαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάθημαι.
Greek Monotonic
παρακάθημαι: απαρ. -καθῆσθαι, αποθ., κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακάθημαι: ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., κάθημαι πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2.
Middle Liddell
inf. -καθῆσθαι
Dep. to be seated beside or near another, c. dat., Ar., Thuc., etc.