συγκατάγω

From LSJ
Revision as of 22:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάγω Medium diacritics: συγκατάγω Low diacritics: συγκατάγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΩ
Transliteration A: synkatágō Transliteration B: synkatagō Transliteration C: sygkatago Beta Code: sugkata/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],
A bring down along with or bring down together, Arist.HA 620b18, Mete.371a12; bring with one to port, PHib.1.49.5 (iii B.C.).
2 join in bringing back, contribute to restoring, contribute to bringing back τὸν τύραννον Ar.Th.339, cf. Isoc. 16.13; τὸν Διόνυσον (at the Καταγώγια, q.v.); τὸν δῆμον Aeschin.2.78; from exile, Pl.Ep.333e.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ἄγω), mit herab- oder herunterführen, mit zurückbringen, τύραννον, Ar. Thesm. 339; ins Vaterland Verbannte Plat. Ep. VII, 333 e.

French (Bailly abrégé)

contribuer à ramener.
Étymologie: σύν, κατάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατάγω meewerken aan het terugbrengen (van), helpen weer aan de macht te komen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάγω: (τᾰ)
1) содействовать возвращению, вместе возвращать из изгнания (τινά Arph., Plat.);
2) совместно восстанавливать в правах, возвращать к власти (τὸν δῆμον Aeschin., Plut.);
3) сводить вниз, стягивать, втягивать: ἡ ἕλιξ συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst. вихрь, увлекающий за собой облако.

Greek Monolingual

Α κατάγω
1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον
2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι
3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα.

Greek Monotonic

συγκατάγω: μέλ. -ξω, βοηθώ στην επαναφορά κάποιου πράγματος, τὸν δῆμον, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάγω: μέλλ. -ξω, κατάγω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.

Middle Liddell

fut. ξω
to join in bringing back, τὸν δῆμον Aeschin.