ἐπικλάω
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
A bend, in lit. sense only Pass., bend double, ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc.DDeor.11.2; ἐπικεκλ. τὸν αὐχένα Id.Rh.Pr.11; ὕδωρ ἐπικλώμενον broken water, Id.Tox.20; ἐπ' ἀλλήλων -κλωμένων τῶν κυμάτων Alciphr.1.1; also, to be bruised, Paul.Aeg.6.117. II. metaph., move to pity, Plu.Per.37; ἐ. τινὰ εἰς ὀ̄ικτον Ael.NA10.36:—Pass., Th.3.67; ἐ. τῇ γνώμῃ ib.59; ὑπ' εὐνοίης Hp.Ep.13; πρὸς ὀ̄ικτον Jul.Or.2.90d. 2. shake the resolution of, τινά Plu.Oth.15:—Pass., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ to be broken in spirit, lose courage, Th.4.37; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν effeminate, unmanly music, Luc.Demon.12.
German (Pape)
[Seite 949] (s. κλάω), einbrechen, einbiegen; ἡ δεξιὰ περὶ τἡν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. D. D. 11, 2; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα rhet. praec. 11; von den Wellen, ἐπ' ἀλλήλων ἐπικλωμένων κυμάτων Alciphr. 1, 1; vgl. Luc. Tox. 20. – Gew. übertr., φείσασθαι δὲ καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen, Thuc. 3, 59, wie μὴ παλαιὰς ἀρετὰς ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε 3, 67; Sp., ἡ παροῦσα δυστυχία τῷ Περικλεῖ περὶ τὸν οἶκον ἐπέκλασε τοὺς Ἀθηναίους Plut. Pericl. 37; Them. 10 Phoc. 15 u. öfter; εἰς οἶκτον ἐπικλάσαι τοὺς ἀκούοντας Ael. H. A. 10, 36; εἴ πως ἐπικλασθεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Muth geknickt werden, den Muth verlieren, Thuc. 4, 37; so ἐπεκλάσθη allein, Plut. mul. virt. p. 300; – τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende, Luc. Demon. 12.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
1 briser sur : ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου LUC bruit de l'eau qui se brise;
2 fléchir sur : ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκλασμένη LUC la main droite infléchie autour de la tête ; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα LUC le cou penché ; fig. ἐπ. τινὰ περὶ τὸν οἶκτον PLUT, εἰς οἶκτον ÉL incliner qqn vers la pitié ; abs. au Pass. : ἐπικλασθῆναι THC se laisser abattre, perdre courage ; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν LUC l'accent efféminé des chants.
Étymologie: ἐπί, κλάω.
2att. c. ἐπικλαίω.
Greek Monotonic
ἐπικλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], λυγίζω προς ή επιπλέον — Παθ., λυγίζομαι στα δύο, σε Λουκ.
II. μεταφ., κάμπτω, λυγίζω, τινα, σε Πλούτ. — Παθ., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το θάρρος μου, σε Θουκ.· αλλά επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικλάω:
I
1) ломать, разбивать: ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου Luc. шум разбивающейся воды;
2) гнуть, сгибать: ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα Luc. с согнутой шеей; ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. закинутая вокруг головы правая рука;
3) перен. склонять, смягчать (ἐπικλῶσα γλυκυθυμία Plut.): ἐ. τινα Plut. внушить сожаление кому-л., разжалобить кого-л.;
4) перен. надламывать, лишать мужества, расслаблять: ἐπικλασθῆναι (τῇ γνώμῃ) Thuc. утратить мужество, пасть духом, но тж. быть растроганным; τὸ ἐπικεκλασμένον Luc. изнеженность, отсутствие мужества.
II Arph. = ἐπικλαίω.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to bend to or besides:—Pass. to be bent double, Luc.
II. metaph. to bow down, τινα Plut.:—Pass., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ to be broken in spirit, Thuc.; but also, to be bent or turned to pity, Thuc.