ἀναφής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ές, (ἁφή) A impalpable, Pl.Phdr.247c, Epicur.Ep.1p.6U., Plu.2.721c, etc.; ἀρεταί Ph.1.689. Adv. -φῶς Iamb.Myst.3.31, 5.4, Procl.in Cra.p.37 P., Dam.Pr.339. II of wine, tasteless, insipid, Plu.2.650b (al. ἀβαφής).
Spanish (DGE)
-ές
I 1impalpable, intangible οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.721c, φύσις Epicur.Ep.[2] 40, S.E.M.9.223, ἀρεταί Ph.1.689, θεός Ph.2.546, Tat.Orat.4, Gr.Nyss.Eun.2.210.15, del alma, Plot.4.7.10, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.36.441B.
2 imperceptible, del vino diluido, degradado cuando se echa en agua, Plu.2.650b.
3 fig. no tocado o forzado οἷον ἀναφῆ τοῖς αὐτοῦ θελήμασιν ὑποφέρειν τὸν αὐχένα Cyr.Al.M.70.909D.
II adv. -ῶς sin llegar a tener contacto Iambl.Myst.3.31, 5.4, Procl.in Cra.37.2, Dam.Pr.339.
German (Pape)
[Seite 213] ές (ἁφή), 1) unberührbar, Plat. Phaedr 247 c; καὶ ἄσαρκοι Luc. V. H. 2, 12. – 2) der Berührung ausweichend, nachgiebig, Plut. Symp. 8, 3, 2, neben ἐπιεικής; ib. 3 neben ἀπαθής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 intangible, impalpable;
2 qui cède sous la pression, mou.
Étymologie: ἀ, ἅπτω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰφής:
1 неосязаемый (ἀσχημάτιστος καὶ ἀ. Plat.; ἀ. καὶ ἄσαρκος Luc.);
2 податливый на ощупь, мягкий (οὐσία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφής: -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «ἀναφής· ἄψαυστος, ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ.
ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, ἀηδής, ἀνούσιος, ἄνοστος, Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. ἀβαφής).
Greek Monolingual
ἀναφής, -ές (AM) αφή
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να αγγίσει, ο μη απτός, άυλος
2. (για κρασί) άνοστος, ανούσιος.
Greek Monotonic
ἀναφής: -ές (ἁφή), ανέγγιχτος, άψαυστος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[ἁφή]
not to be touched, impalpable, Plat.