Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίπλοος

From LSJ
Revision as of 19:07, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπλοος Medium diacritics: ἐπίπλοος Low diacritics: επίπλοος Capitals: ΕΠΙΠΛΟΟΣ
Transliteration A: epíploos Transliteration B: epiploos Transliteration C: epiploos Beta Code: e)pi/ploos

English (LSJ)

(A), ον, contr. ἐπίπλους, ουν, (ἐπιπλέω) A sailing against the enemy, νῆες 'ships of the line', Plb.1.50.6, cf. 1.27.5, Ph.Bel.104.16. 2. sailing after, D.S.20.50.3. 3. on board ship: as substantive, = ἐπιβάτης, Arr. ap. Suid., cf. POxy.276 (i A.D.), etc. II. for ἐπίπλοα, τά, v. ἔπιπλα ad fin.
(B), contr. ἐπίπλους, ὁ, A sailing against, bearing down upon, attack or onset of a ship or fleet, Th.2.90, X.HG4.3.11, Plu. Lys.11, etc.; ποιεῖσθαι ἐπίπλουν, = ἐπιπλεῖν, Th.8.79; ἐ. ἐποιοῦντο τῇ Μιλήτῳ ib.30; ἐπὶ τὴν Σάμον ib.63; τοῖς Ἀθηναίοις Id.3.78; τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες fitting out 100 ships for the expedition against . ., Id.2.17, cf. 56; ἐ. θέσθαι Plu.Aem.9; rarely of friends, sailing towards, approach, ἐ. φίλιος Th.8.102.
(C), contr. ἐπίπλους, ὁ, A v. ἐπίπλοον.

German (Pape)

[Seite 971] zsgzgn -πλους, ὁ, das Darauflosfahren eines Schiffes auf ein feindliches, der Angriff eines Schiffes, Thuc. oft, z. B. ἐπίπλουν ποιεῖσθαι, = ἐπιπλέω, mit der Flotte anrücken, τῇ Μιλήτῳ, gegen Milet, 8, 79, τοῖς Ἀθηναίοις 3, 78, ἐπὶ τὴν Σάμον 8, 63; Xen. Hell. 2, 1, 28. 4, 3, 11; ἐπίπλουν θέσθαι Plut. Aem. P. 9; der Flotte selbst, Thuc. 2, 90; vgl. 8, 102. – Bei Suid. auch der auf dem Schiffe fährt, ὁ ἐπιβάτης; u. nach Harpocr. später der Schiffsaufseher. – S. auch ἐπίπλοον. zsgzgn –πλους, 1) nachschiffend, im Gegensatz von πρόπλοος, von den letzten, den Zug der Flotte schließenden Schiffen, D. Sic. 20, 50. – 2) darauf losfahrend, angreifend, ναῦς, Pol. 1, 27, 8. 50, 6. S. auch ἐπίπλοα.

French (Bailly abrégé)

1όου (ὁ) :
membrane qui recouvre les intestins, épiploon.
Étymologie: DELG ἐπί, πλέω.
2όου (ὁ) :
1 expédition navale contre;
2 action de naviguer vers, approche de vaisseaux amis.
Étymologie: ἐπιπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπλοος:
I ὁ Her. = ἐπίπλοον.
II стяж. ἐπίπλους
1 подплывание, приплытие (ἀπροσδόκητον ἐπίπλουν θέσθαι Plut.): τὸν ἐπίπλοον или τοὺς ἐπιπλόους ποιεῖσθαι Thuc., Plut. совершать морской поход, нападать с моря (τῇ Μιλήτῳ и ἐπὶ τὴν Σάμον Thuc.): ἐ. ἀλλήλοις Xen. встреча (враждебных) флотов;
2 (подплывающий), флот (φίλιος Thuc.).
III стяж. ἐπίπλους 2
1 против (кого-л.) или навстречу (кому-л.) плывущий (ναῦς Polyb.);
2 вслед (за кем-л.) плывущий (ναῦς Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπλοος: -ον, συνῃρ. ἐπίπλους, ουν (ἐπιπλέω): -πλέων ἐναντίον, ὁρμῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ναῦς Πολύβ. 1. 27, 5., 50. 6. 2) πλέων κατόπιν τινός, ἀντίθετον τῷ πρόπλοος, ἀμφιβ. ἐν Διοδ. 20. 50. 3) = ἐπιβάτης, «κυβερνήτας δὲ καὶ πρῳράτας μόνους ἐπίπλους εἶχον» Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. 4) = δίοπος, Ἁρποκρ. ἐν λ. διοπεύων. ΙΙ. περὶ τοῦ ἐπίπλοα, τά, ἴδε ἔπιπλα ἐν τέλει.

Greek Monotonic

ἐπίπλοος: ὁ (ἐπί), υμένας που καλύπτει τα εντόσθια, μπόλια, Λατ. omentum, σε Ηρόδ.
ἐπίπλοος: συνηρ. ἐπίπλους, ὁ (ἐπιπλέω),·
I. αυτός που πλέει εναντίον, αυτός που συντρίβει, που νικά σε κάτι, σε Θουκ., Ξεν.
II. λέγεται για φίλους, πλεύση προς, πλησίασμα, προσέγγιση, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπίπλοος, ὁ, [ἐπί]
the membrane enclosing the entrails, the caul, Lat. omentum, Hdt.
2 ἐπιπλέω
I. a sailing against, bearing down upon, Thuc., Xen.
II. of friends, a sailing towards, approach, Thuc.