κορυφαῖος

Revision as of 14:32, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

English (LSJ)

ὁ, A head man, chief, leader, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαῖος ib.159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht.173c; οἱ κορυφαῖοι = party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, coryphaeus, leader of the chorus, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος D.21.60 codd., cf. Arist.Pol.1277a11, Posidon.15J., etc.; κορυφαῖος ἑστηκώς = standing at the head of the row, Ar.Pl.953. II as adjective, at the top, ὁ κορυφαῖος πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κορυφαῖα τῆς νίκης the crowning fruits of victory Hdn.8.3.5; κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2; τοῦ λαμπροῦ κορυφαῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41. 2 epithet of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: Sup. κορυφαιότατος in later Gr., κ. ἀρχαί CIG3885 (Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui occupe le sommet ou la première place ; subst.κορυφαῖος le chef ; particul. le chef d'un chœur, le coryphée;
2 surmonté d'une houppe : ὁ κορυφαῖος πῖλος PLUT le bonnet à houppe (des flamines, lat. apex);
Sp. κορυφαιότατος.
Étymologie: κορυφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυφαῖος -α -ον [κορυφή] top-, belangrijkste:; δύο μὲν ταῦτα κορυφαιότατα οἴκοθεν ἔχοντα ἥκειν dat hij (de historicus) van huis uit is uitgerust met deze twee allerbelangrijkste kwaliteiten Luc. 59.34; subst.: ὁ κορυφᾶιος hoofdman; spec. koorleider. in een punt uitlopend:. ὁ κ. πῖλος puntmuts (van Romeinse priesters) Plut. Marc. 5.5.

Russian (Dvoretsky)

κορῠφαῖος: II
1 предводитель, вождь, глава (τῶν ἀνδρῶν Her.; περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut.);
2 театр. начальник, руководитель (τῶν χορευτῶν Arst.).
верхний, крайний: ὁ κ. πῖλος Plut. (лат. apex) шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφαῖος: ὁ, (κορυφὴ) ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Ἡρόδ. 3. 82· τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. αὐτόθι 159, πρβλ. 6. 23, 98, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173C· οἱ κορυφαῖοι, φατριῶν, Πολύβ. 28. 4, 6· ― ἐν τῷ Ἀττ. δράματι, ὁ ἡγεμὼν ἢ πρῶτος τοῦ χοροῦ, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος Δημ. 533. 25, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152Β, κτλ.· κ. ἑστηκώς, ὁ ἱστάμενος πρῶτος ὥσπερ ὁ ἐν τῷ χορῷ κορυφαῖος, Ἀριστοφ. Πλ. 953. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἐπὶ κορυφῆς, ὁ κ. πῖλος ἡ κορωνὶς ἢ apex, Ρωμαίου στεφανηφόρου ἱερέως (flamen), Πλουτ. Μάρκελλ. 5· τὰ κ. τῆς νίκης, οἱ ἐξοχώτατοι καρποὶ..., Ἡρῳδιαν. 8. 3· κ. τέλος τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 7. 5. 2) ἐπίθ. τοῦ Διός, παρὰ Ρωμαίοις Jupiter Capitolinus, Παυσ. 2. 4. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4458. 4. ― Παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἔχομεν ὑπερθ. κορυφαιότατος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3885, 2. 1115Β, Λουκ. Σολοικιστ. 5, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34· ἴδε Λοβ. Φρύν. 69.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM κορυφαῖος, -αία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο, στην κορυφή
2. ο ανώτατος, ο άριστος, αυτός που υπερέχει, ο πρώτος (α. «ο κορυφαίος τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», Ηρόδ.)
3. (στο αρχαίο ελλ. θέατρο) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο πρώτος του χορού («ὥσπερ οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. το πάνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», Ξεν.)
5. το ουδ. ως ουσ. το κορυφαίο(ν)
το ανώτερο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, ο κορφιάς
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μουσ. ο πρώτος βιολιστής της ορχήστρας
2. φρ. α) «κορυφαία δοκός» — ο κορφιάς
β) «κορυφαία ιστίου»
ναυτ. η άνω οριζόντια πλευρά τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην κεραία ή η λοξή πλευρά τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο
γ) «κορυφαία ακτής» — η νοητή καμπύλη στην οποία καταλήγει προς τα άνω η διατομή μιας ακτής
δ) «κορυφαία ορθοδρομίας»
ναυτ. το σημείο της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης πάνω στον χάρτη το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος όταν και το αρχικό και το τελικό στίγμα του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικεφαλής
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) επίσκοπος β) προσωνυμία του Διός
2. το θηλ. ως ουσ. α) τούφα στην κορυφή του κεφαλιού
β) (στην Επίδαυρο) προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού
β) αρχιτ. (για το τύμπανο) το κεντρικό μέρος
γ) στον πληθ. τὰ κορυφαῖα
τα μέρη γύρω από το κεφάλι θυσιασμένου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αῖος (πρβλ. ακραίος, πηγαίος)].

Greek Monotonic

κορῠφαῖος: ὁ (κορυφή),
I. αρχηγός, κύριος, αφέντης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στο Αττ. δράμα, ο κορυφαίος του Χορού, σε Δημ.· κ. ἑστηκώς, αυτός που κάθεται στην κεφαλή της σειράς, σε Αριστοφ.
II. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, ὁ κ. πῖλος, η κορωνίδα του Ρωμαίου στεφανηφόρου ιερέα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κορῠφαῖος, ὁ, κορυφή
I. the head man, chief man, leader, Hdt., etc.:—in the attic Drama, the leader of the chorus, Dem.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.
II. as adj. at the top, ὁ κ. πῖλος the apex, of the Roman flamen, Plut.

English (Woodhouse)

ledder of the chorus

Wikipedia EN

In Attic drama, the coryphaeus, corypheus, or koryphaios (Greek κορυφαῖος koryphaîos, from κορυφή koryphḗ́, the top of the head) was the leader of the chorus. Hence the term (sometimes in an Anglicized form "coryphe") is used for the chief or leader of any company or movement. The coryphaeus spoke for all the rest, whenever the chorus took part in the action, in quality of a person of the drama, during the course of the acts. The term is sometimes used for the chief or principal of any company, corporation, sect, opinion, etc. Thus, Eustathius of Antioch is called the coryphaeus of the First Council of Nicaea, and Cicero calls Zeno the coryphaeus of the Stoics. Paul the Apostle is often entitled Coryphaeus in Christian iconography. In 1856 at the University of Oxford, the office of Coryphaeus or Praecentor was founded, whose duty it was to lead the musical performances directed by the Choragus. The office ceased to exist in 1899. In Solzhenitsyn’s First Circle, Stalin is often referred to as Coryphaeus, meaning that he speaks for all in the Soviet Union.

Wikipedia DE

Als Koryphäe (griechisch κορυφή koryphé, deutsch ‚Gipfel, Scheitel‘) bezeichnete man ursprünglich jemanden, der an der Spitze steht‘ oder einen ‚Anführer‘.

Wikipedia FR

Au sens propre, le coryphée ou choryphée (grec κορυφαῖος, koryphaîos, de κορυφή, koryphḗ́, « sommet de la tête ») est le chef de chœur dans la tragédie et la comédie grecque antique. Il se situe le plus souvent au milieu de la scène, alors appelée orchestra, et est chargé de guider les choreutes. Il répond au chœur, le questionne ou répète ses propos. Il prend parfois la parole au nom du chœur et se trouve être le seul à dialoguer avec le personnage en scène, qui évolue pour sa part sur le proskenion. C'est un homme (éventuellement déguisé en femme), un citoyen (éventuellement déguisé en barbare), qui porte masque et costume.

Wikipedia PT

O corifeu (grego κορυφαῖος koryphaîos, de κορυφή koryphḗ́, 'o topo da cabeça', o que ocupa o lugar mais alto), nas antigas tragédias e comédias do teatro grego, era o chefe do coro, aquele que enunciava partes isoladas do texto e que podia dialogar com os atores. O corifeu e o coro são elementos fundamentais do teatro grego.

Para entreter os participantes das festas bacantes, ajudando a passar o tempo, eram organizadas pequenas encenações, ora dramáticas, ora satíricas, coordenadas por um corifeu. Este torna-se um personagem chave na deflagração da encenação, apresentando-se como o mensageiro de Dionísio. Acompanhava-o um coro que tinha a função de externar, por gestos e passos ensaiados, os momentos de alegria ou de terror que permeavam a narrativa.

Wikipedia ES

El corifeo (griego antiguo κορυφαῖος/koryphaîos, de κορυφή, koryphḗ́, «punta de la cabeza») era, del conjunto de jóvenes que danzaban y cantaban hacia el templo de Dionisos, el que mejor danzaba y cantaba, el que los dirigía. Con la aparición del teatro clásico griego, el corifeo se transformó en el dirigente del coro, ya dejando su rol de animador y mejor danzador.

A menudo se situaba en el centro del escenario, en aquel entonces llamado orchestra, y era el responsable de guiar a los coristas. Respondía al coro, lo cuestionaba o repetía sus palabras. A veces hablaba en nombre del coro y era el único que interactuaba con el personaje en el escenario, quien evolucionaba por su parte en el proscenio. Era un hombre (posiblemente disfrazado de mujer), un ciudadano (posiblemente disfrazado de bárbaro), que llevaba máscara y vestido.​

Es en principio un elemento singular del teatro griego antiguo. El corifeo representa al coro y habla en su nombre en las partes recitadas. El coro representa a su vez a los ciudadanos, expresando los miedos, esperanzas, juicios y otros sentimientos de la comunidad cívica, entendida como un colectivo anónimo caracterizado por la moderación y el equilibrio.

Wikipedia RU

Корифе́й (др.-греч. κορῠφαῖος «предводитель, вождь, глава»; театральный «начальник, руководитель») — в античной драме руководитель хора.

На ранней стадии трагедия начиналась с выхода на орхестру хора во главе с корифеем — парода. Корифею принадлежал вступительный речитатив в торжественных анапестах.

Корифей осуществлял контакт между актерами и хором, он двумя-тремя стихами подводил итог услышанному монологу, или сообщал о приходе нового персонажа, или напутствовал уходящего.

Впоследствии этот термин стал использоваться для обозначения людей, добившихся выдающихся успехов в своём деле, чаще всего в искусстве или науке.

В классическом балете корифей или корифейка — солирующий танцовщик (танцовщица), танцующий впереди кордебалета, но не исполняющий главные партии в спектакле.

German (Pape)

obenan, and er Spitze stehend, ὁ κορυφαῖος, der Oberste, der Anführer; αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κορ. εἶναι Her. 3.82, vgl. 159, 6.98; so Plat. Theaet. 173c; die Parteihäupter, Pol. 28.4.6 und andere Spätere, die auch den superl. bilden, περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut. adv. Col. 14; Luc. Soloec. 5 tadelt den Ausdruck τῶν φίλων ὁ κορυφαιότατος, vgl. aber paras. 42, Alex. 30 und Lobeck zu Phryn. p. 69. – Bes. der Chorführer, Vorsänger, Vortänzer des Chors, Arist. Polit. 3.4, Posidon. bei Ath. IV.152b; vgl. Ar. Plut. 954 und Schol.; Dem. 21.60 sagt Ἀριστείδης καὶ γέρων ἐστὶν ἤδη καὶ ἴσως ἥττων χορευτής· ἦν δέ ποθ' ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος; unterschieden von den Choregen; Arist. mund. 6 M. καθάπερ ἐν χορῷ κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶςχορός. – Als Beiname des Zeus (Jupiter capitolinus) und der Artemis erwähnt bei Paus. 2.4.5, 28.2.