ἄμυνα

From LSJ
Revision as of 09:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμῡνα Medium diacritics: ἄμυνα Low diacritics: άμυνα Capitals: ΑΜΥΝΑ
Transliteration A: ámyna Transliteration B: amyna Transliteration C: amyna Beta Code: a)/muna

English (LSJ)

ης, ἡ, A warding off an attack, self-defence, Theopomp.Com. 3D., Ps.-Phoc.32, Ph.2.31, App.Pun.73, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν LXX Wi.5.17, Ph.1.322. II vengeance, requital, Ps.-Phoc.77, Phld.Ir.p.66 W., Nic.Dam.p.104D., Plot.4.4.17, etc.

Spanish (DGE)

(ἄμῡνα) -ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa ἔχειν ἄμυναν Theopomp.Com.98a, τὸ ξίφος ἀμφιβαλοῦ μὴ πρὸς φόνον, ἀλλ' ἐς ἄμυναν Ps.Phoc.32, κέρατα ... φέρεις πρὸς ἄμυναν Aesop.275, cf. Ph.2.31, Onas.6.3, App.Pun.73, BC 2.118, Plu.Thes.30, Ach.Tat.3.20.3, S.E.P.1.68, Philostr.Iun.Im.5, Eudoc.Cypr.2.138
c. gen. subjet. ἡ δὲ τῆς σφενδόνης ἄ. Onas.19.3
c. gen. obj. ἄ. ἐχθρῶν LXX Sap.5.17, Ph.1.322
fig. μία γὰρ ἀντὶ πάντων ἄμυνα γενήσεται πρὸς αὐτοὺς S.E.M.1.98, cf. Ach.Tat.2.29.5.
2 venganza, represalia Δίκῃ δ' ἀπόλειψον ἄμυναν Ps.Phoc.77, cf. Plu.2.817c, Phld.Ir.p.66, Aesop.51.3, 246.2, I.BI 5.404, AI 6.284, 289, Plot.4.4.17, Clem.Al.Strom.5.4.27
c. gen. obj. πρὸς ἄμυναν τῶν ἐπικαλεσαμένων αὐτὸν ἐτράπησαν D.C.Epit.8.6.1.
• Etimología: Cf. ἀμύνω.

German (Pape)

[Seite 131] ἡ, Vertheidigung, Rache, Plut. Thes. 29 Caes. 44, oft; App. Pun. 8, 73 Civ. 2, 118 u. Sp., s. Lob. Phryn. 23; die Atticisten verwerfen das Wort.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
action de se défendre.
Étymologie: ἀμύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμῡνα: (ᾰμ) ἡ защита, оборона или отмщение, возмездие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμῡνα: -ης, -ἡ, ἀπόκρουσις προσβολῆς, ὑπεράσπισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, Πλουτ. Θησ. 29, Καῖσαρ 44, Ἀππ. Καρχ. 8. 73: μ. γεν. πρὸς ἄμυναν τῶν ἀδικούντων, Ἀλεξ. Ἀφροδ. - «ἄμυνα, ἀμοιβή», Σουΐδ., ὁ δὲ Φρύνιχος λέγει: «ἄμυναν μὴ εἴπῃς, ἀλλ, εἰς ῥῆμα μεταβάλλων, ἀμύνασθαι· πάντα γὰρ τὰ τοῦ ῥήματος εὐδόκιμα...» σ. 23, ἔκδ. Λοβ. οὗ ἴδε καὶ τὴν σημείωσιν.

Greek Monolingual

η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνωεὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].

Greek Monotonic

ἄμῡνα: Επικ. αόρ. αʹ του ἀμύνω.