κέδρινος

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέδρῐνος Medium diacritics: κέδρινος Low diacritics: κέδρινος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kédrinos Transliteration B: kedrinos Transliteration C: kedrinos Beta Code: ke/drinos

English (LSJ)

η, ον, (κέδρος) A of cedar, θάλαμος Il.24.192; δόμοι E.Alc.160; ξύλα IG11(2).161 D92 (Delos, iii B.C.); ξυλεία Plb. 10.27.10; φατνώματα J.BJ5.5.2; τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8. 2 made from κεδρελάτη, ἔλαιον Hp.Mul.1.78, Arist.HA583a23; οἶνος Dsc.5.36. 3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz; θάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cèdre, de bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout.

Russian (Dvoretsky)

κέδρῐνος: сделанный из кедра, кедровый (θάλαμος Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.).

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) κέδρος
1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον
πάπ. το πορτοκαλί χρώμα.

Greek Monotonic

κέδρῐνος: -η, -ον, λέγεται για τον κέδρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κέδρῐνος: -η, -ον, (κέδρος) ἐκ κέδρου, θάλαμος Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· ξυλεία Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, ἔλαιον Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· οἶνος κέδρ. (ὅστις καὶ κεδρίτης λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.

Middle Liddell

κέδρῐνος, η, ον
of cedar, Il., Eur. [from κέδρος

English (Woodhouse)

of cedar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)