καταπύγων
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, neut. A κατάπυγον Ar. V.687: (πυγή):—given to unnatural lust: generally, lecherous, lewd, arse bandit, ass bandit, assfucker, batty boy, batty man, bender, bitch, bottom, bugger, buggerer, bum chum, bumder, bummer, butt pirate, buttfucker, catamite, catcher, chi chi man, chutney ferret, fag, fagboy, faggot, fairy, fartknocker, finocchio, flamer, friend of Dorothy, fruit, fudge packer, fudge-packer, gay, gayboy, gaylord, gunsel, homo, homosexual, horse's hoof, jobbie jabber, jobby jabber, mary, nan, nance, nancy, nancyboy, nancy-boy, omi-palone, oscar, pansy, pathic, peter-puffer, peter puffer, pillow-biter, pitcher, ponce, poo pirate, poof, poofta, pooftah, poofter, power bottom, power top, puff, punk, queen, queer, rump ranger, seme, shirt lifter, shit packer, sodomist, sodomite, turd burglar, uke, uphill gardener, Uranian, uranist, woofter Id.Ach.79,al., Luc.Tim.22, Alciphr.3.45, etc.; ὦ κατάπυγον Ar.Th. 200.--The oblique cases are sometimes wrongly written καταπύγωνος, cf. Hdn. Gr.2.725: irreg. Comp. καταπυγωνέστερος (metri gr.) Ar.Lys.776. II in Att., the middle finger (used in an obscene gesture), Poll.2.184.
German (Pape)
[Seite 1373] ονος, widernatürliche Unzucht treibend, wollüstig, unzüchtig; κἀναίσχυντος Ar. Nubb. 909; καὶ λαικαστἠς Ach. 79; Schol. Equ. 639 erkl. εὐρύπρωκτος, Vesp. 687 μειράκιον κατάπυγον, πεπορνευμένον; Vocat. ὧ καταπῦγον Thesm. 200, comparat. καταπυγωνέστερος, des Metrums wegen, Lys. 776. Vgl. Lob, zu Phryn. p. 195.
French (Bailly abrégé)
ων, κατάπυγον;
voc. κατάπυγον;
infâme débauché, inverti, sodomite, enculé.
Étymologie: κατά, πυγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπύγων, gen. -ονος [κατά, πυγή] comp. καταπυγωνίστερος, geil, wellustig.
Russian (Dvoretsky)
καταπύγων: 2, gen. ονος предающийся противоестественному разврату Arph.
Greek (Liddell-Scott)
καταπύγων: -ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. κατάπῡγον, οὐχὶ καταπῦγον· (πῡγή)· παραδεδομένος εἰς ἐπιθυμίας σαρκικὰς παρὰ φύσιν, καὶ καθόλου, αἰσχρός, ἀχρεῖος, ἀσελγής, λαικαστὰς καὶ καταπύγωνας Ἀριστοφ. Ἀχ. 79, Ἱππ. 639, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «εὐρύπρωκτον ἢ τὸν πεπορνευμένον»ἐν Σφ. 687· κ. καὶ ἀναίσχυντος Νεφ. 529, 909· ὦ κατάπυγον ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 200. Αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται ἐσφαλμένως, -πύγωνος, κτλ., πιθανῶς ἕνεκα τοῦ τύπου -πυγωνέστερος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 776· ἀλλ’ οὗτος εἶναι ἁπλῶς τύπος ἀνωμάλως σχηματισθεὶς χάριν τοῦ μέτρου, ὡς τὸ κακοξεινώτερος παρ’ Ὁμ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 193· ἕτερος τύπος καταπυγότερος ἐκ τοῦ κατάπῡγος, ὡς καὶ τὸ ἀπείρων ἐκ τοῦ ἄπειρος (ὅπερ ἀναφέρεται ὑπὸ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.), ἀπαντᾷ ἐν Σώφρονι παρ’ Ἀθην. 281Ε· καὶ -ότατος ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1131· πρβλ. ἐπιλήσμων, ἐπιλησμότερος· παροιμιώδης φράσις, καταπυγοτέρων ἀλφηστῶν, διότι οἱ ἰχθύες οὗτοι λέγονται ὅτι ἀκολουθεῖ ὁ ἕτερος θατέρῳ κατὰ τὴν πυγὴν (Ἀθήν. 281Ε), δι’ ἧς σημαίνονται οἱ ἀκρατεῖς καὶ οἱ καταφερεῖς, οἱ λάγνοι. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐπιθέτων εἰς μων ἴδε τὴν σοφὴν διδασκαλίαν Κόντου ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 154.
Greek Monolingual
καταπύγων, ὁ, ἡ, ουδ. τὸ κατάπυγον (Α)
1. αυτός που επιδίδεται σε παρά φύσιν συνουσία, αισχρός, ασελγής
2. (στους αττ. συγγραφείς) ο μέσος δάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πύγων (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. παγκατα-πύγων].
Greek Monotonic
καταπύγων: ὁ (πῡγή), λάγνος, ασελγής άνθρωπος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κατα-πύγων, ονος, [πῡγή]
a lewd fellow, Ar.
Translations
homosexual
Afrikaans: homoseksueel; Albanian: homoseksual, homo; Arabic: لُوطِيّ, شَاذّ جِنْسِيًا; Armenian: համասեռամոլ; Azerbaijani: homoseksual, homoseksualist; Basque: homosexual; Belarusian: гамасэксуалі́ст, гей, лесбіянка; Breton: heñvelrevel; Bulgarian: хомосексуалист, гей; Burmese: ဂေး; Catalan: homosexual; Cebuano: bayot; Chinese Mandarin: 同性戀者, 同性恋者; Coptic: ⲗⲁⲃⲟⲧⲉ; Czech: homosexuál; Danish: homoseksuel; Dutch: homoseksueel, homo; Esperanto: samseksemulo, gejo; Estonian: homoseksuaal; Faroese: samkyndur; Finnish: homoseksuaali, homoseksualisti, homo; French: homosexuel, homosexuelle, lesbienne; Galician: homosexual; Georgian: ჰომოსექსუალი; German: Homosexueller, Homosexuelle; Greek: ομοφυλόφιλος, γκέι, λεσβία; Ancient Greek: ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀρσενόπαις, βάταλος, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, λάσταυρος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος; Greenlandic: suiaaqatiminoortartoq, suiaqatiminik atoqateqartartoq, suiaqatinoortoq; Hawaiian: māhū; Hebrew: הוֹמוֹסֶקסוּאָל; Hungarian: homoszexuális; Icelandic: samkynhneigður, hommi; Ido: homeosexualo, homeosexualulo, homeosexualino, geyo, lesbiano; Indonesian: homosex; Interlingua: homosexual; Irish: homaighnéasach; Italian: omosessuale; Japanese: 同性愛者, ゲイ, ホモセクシャル, レス; Kazakh: гомосексуалист; Khmer: មនុស្សប្រតិព័ទ្ធ មនុស្សភេទដូចគ្នា; Korean: 동성애자(同性愛者), 게이; Kyrgyz: кумса, гомосексуалист; Lao: ກະເທີຍ; Latin: cinaedus, draucus, homosexualis; Latvian: homoseksuāls, gejs; Lishana Deni: גיאול שרמיה; Lithuanian: homoseksualas, homoseksualė; Macedonian: хомосексуалец, геј, лезбејка; Malayalam: സ്വവർഗാനുരാഗി; Maori: tōingo, takāpui, takatāpui, takatāpui tāne, takatāpui wahine; Mongolian: гомосекс; Navajo: nádleeh, ádadilʼínígíí, beełtʼéi yidánoolní; Norman: homosexuel, homosexuelle, lesbienne; Norwegian: homse, homofil; Occitan: omosexual; Okinawan: 同性人, 同性ん人; Persian: همجنسگرا, هموسکسوئل; Polish: homoseksualista, gej, lesbijka; Portuguese: homossexual, homo, gay; Romanian: homosexual; Russian: гомосексуалист, гомосексуал, гей, гомосек, гомосек, гомик, лесбиянка, лесби; Sami Inari: homoseksual; Northern: homofiila, homoseksuála; Skolt: homoseksuaal; Scots: buftie; Scottish Gaelic: co-sheòrsach, co-ghnèitheach, gèidh; Serbo-Croatian Cyrillic: геј, хомосексуалац, лезбејка; Roman: gej, homoseksualac, lezbejka; Slovak: homosexuál, homosexuálka; Slovene: homoseksuálec, homoseksuálca; Spanish: homosexual; Swahili: shoga; Swedish: homosexuell, homo; Tajik: ҳамҷинсгаро; Thai: เกย์, ตุ๊ด, ชายรักร่วมเพศ, หญิงรักร่วมเพศ; Tigrinya: ግብረ ሰዶመኛ, ግብረ ሰዶመኛዊት; Turkish: homoseksüel, eşcinsel, gey, lezbiyen; Turkmen: gomoseksual; Udmurt: гомосексуалист, аспалэс, аспал пи; Ukrainian: гомосексуалі́ст, гей, ґей, лесбіянка, лесбі́йка; Uzbek: gomoseksualist, gey; Vietnamese: giao hợp với người đồng tính; Welsh: gwrywgydiwr; Yiddish: האָמאָסעקסואַל