χρωματικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτικός Medium diacritics: χρωματικός Low diacritics: χρωματικός Capitals: ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chrōmatikós Transliteration B: chrōmatikos Transliteration C: chromatikos Beta Code: xrwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of, relating to colour:—but only found, II metaph., in Rhet., offering a colourable pretext (χρῶμα IV.4), τὸ χ., as name of a form of rebuttal, Aps.p.273H. (v.l. χρωμάτιον). 2 in Music, chromatic (cf. χρῶμα IV. 3), μελῳδία D.H.Comp.19; μέλος, opp. διάτονον, ἐναρμόνιον, Alciphr.1.18, cf. Aristox(?).Oxy.667.1; τὸ -κὸν [γένος] the chromatic genus, Plu.2.744c, cf. Phld.Mus.p.63K., Ph.1.321.

German (Pape)

[Seite 1383] 1) dem chromatischen Tongeschlecht entsprechend, nach den Gesetzen desselben componirt, dah. ἡ χρωματικὴ μουσική, = χρῶμα a. E. – 2) = χρωμάτινος, gefärbt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la chromatique (v. χρῶμα) ; τὸ χρωματικόν la chromatique.
Étymologie: χρῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

χρωμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρῶμα· ἀλλ’ εὕρηται μόνον, ΙΙ. μεταφ., ἐν τῇ ῥητορικῇ, κεκαλλωπισμένος, διηνθισμένος, ἔντεχνος, τεχνικός, Ἀψίνου Τέχν. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ.9, σ. 512, 10, ἔνθα ἀντὶ χρωματικὸν κεῖται χρωμάτιον 2) ἐν τῇ μουσικῇ χρωματικὸς (πρβλ. χρῶμα IV. 3), ἡ χρ. μελῳδία Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 19· ἡ χρωματικὴ ἢ τὸ χρωματικόν, ἡ χρωματικῆ μουσικὴ τῶν παλαιῶν διαφέρει τῆς διατονικῆς ὡς ἔχουσα τὸ τετράχορδον διῃρημένον εἰς ἁπλούστερα διαστήματα, Πλούτ. 2.744C, Φίλων 1. 321.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χρωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρῶμα, -ατος]
1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος
2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός»)
2. το θηλ. ως ουσ. η χρωματική- το μέρος της ζωγραφικής που σχετίζεται με τη χρήση τών χρωμάτων
3. φρ. α) «χρωματική εκτροπή»
φυσ. εκτροπή που οφείλεται στην αδυναμία ενός φακού να εστιάσει όλες τις επιμέρους μονοχρωματικές ακτινοβολίες του λευκού φωτός στο ίδιο επίπεδο, με αποτέλεσμα τον ασαφή σχηματισμό ειδώλου
β) «χρωματική κλίμακα»
μουσ. κλίμακα αποτελούμενη από μία διαδοχή ημιτονίων
γ) «χρωματικό γένος»
μουσ. γένος που βασίζεται στην συστηματική χρήση χρωματικών διαστημάτων, σε αντιδιαστολή προς το διατονικό γένος
δ) «χρωματικό διάστημα»
μουσ. διάστημα που τοποθετείται ανάμεσα σε δύο ομώνυμους φθόγγους, από τους οποίους ο ένας είναι αλλοιωμένος
ε) «χρωματικό όργανο»
μουσ. όργανο που μπορεί να παράγει τα δώδεκα ημιτόνια τα οποία περιλαμβάνονται σε μία οκτάβα του συγκερασμένου συστήματος
στ) «χρωματικό σύστημα»
μουσ. σύστημα που βασίζεται στην διαίρεση της οκτάβας σε δώδεκα ίσα τμήματα
ζ) «χρωματικό κέντρο»
φυσ.-χημ. είδος σημειακής αταξίας στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός στερεού σώματος, στην περιοχή της οποίας πραγματοποιείται απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας ορισμένου μήκους κύματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρωματικόν
(ρητ.) η χρήση εντυπωσιακού τεχνάσματος ανασκευής.