ῥωμαλέος
English (LSJ)
α, ον, (ῥώμη) A strong of body, ῥ. τῷ σώματι Pl.Ax.365a; ἡλικίᾳ Aen.Tact.1.8 (Sup.); κάμηλοι PFlor.278 ii 6, al. (iii A.D.); κατὰ χεῖρα Plu.2.597e; ῥ. ὦμοι Arist.Phgn.809b27; -ώτατος ἐν τῷ λέγειν Plu.CG4. 2 of things, strong, ῥωμαλεώτεραι πέδαι Hdt.3.22; ῥίζαι Dsc.1.16 (Sup.); βίοτος robust, virile, AP7.413 (Antip.). Adv. -έως Gal.6.139, Them.Or.21.249c.
German (Pape)
[Seite 854] stark an Leibeskräften, u. übh. gewaltig, stark, fest; πέδαι ῥωμαλεώτεραι, Her. 3, 22; Plat. Ax. 365 a; βίος, Antp. Sid. 82 (VII, 413); ῥωμαλεώτατος ἐν τῷ λέγειν, Plut. C. Graech. 4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
fort, robuste;
Cp. ῥωμαλεώτερος.
Étymologie: ῥώμη.
Russian (Dvoretsky)
ῥωμᾰλέος:
1 сильный, мощный (τῷ σώματι Plat.; κατὰ χεῖρα Plut.): ῥ. ἐν τῷ λέγειν Plut. отличный оратор;
2 крепкий, прочный (πέδαι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥωμαλέος: -α, -ον, (ῥώμη) ἰσχυρὸς τὸ σῶμα, πλήρης ῥώμης, ῥ. τῷ σώματι Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· κατὰ χεῖρα Πλούτ. 2. 597D· ῥ. ὦμοι Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8· ῥ. ἐν τῷ λέγειν Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλεώτεραι πέδαι Ἡρόδ. 3. 22· βίοτος Ἀνθ. Π. 7 413. Ἐπίρρ., ῥωμαλέως, ἰσχυρῶς, Θεμίστ. 249D. Γαλην. τ. 6, σ. 139, 19. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥωμαλέος· ἰσχυρός, ἀνδρεῖος, ὑγιής, γενναῖος. θρασύς».
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῖρα», Πλούτ.)
αρχ.
1. υγιής
2. ανδρείος, γενναίος
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).
επίρρ...
ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν
(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].
Greek Monotonic
ῥωμᾰλέος: -α, -ον (ῥώμη)·
1. ισχυρός στο σώμα, δυνατός, εύρωστος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, ισχυρός, δυνατός, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ῥωμᾰλέος, η, ον, ῥώμη
1. strong of body, Plat.
2. of things, mighty, strong, Hdt.