ῥωμαλέος

From LSJ
Revision as of 08:27, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωμᾰλέος Medium diacritics: ῥωμαλέος Low diacritics: ρωμαλέος Capitals: ΡΩΜΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōmaléos Transliteration B: rhōmaleos Transliteration C: romaleos Beta Code: r(wmale/os

English (LSJ)

α, ον, (ῥώμη) A strong of body, ῥ. τῷ σώματι Pl.Ax.365a; ἡλικίᾳ Aen.Tact.1.8 (Sup.); κάμηλοι PFlor.278 ii 6, al. (iii A.D.); κατὰ χεῖρα Plu.2.597e; ῥ. ὦμοι Arist.Phgn.809b27; -ώτατος ἐν τῷ λέγειν Plu.CG4. 2 of things, strong, ῥωμαλεώτεραι πέδαι Hdt.3.22; ῥίζαι Dsc.1.16 (Sup.); βίοτος robust, virile, AP7.413 (Antip.). Adv. -έως Gal.6.139, Them.Or.21.249c.

German (Pape)

[Seite 854] stark an Leibeskräften, u. übh. gewaltig, stark, fest; πέδαι ῥωμαλεώτεραι, Her. 3, 22; Plat. Ax. 365 a; βίος, Antp. Sid. 82 (VII, 413); ῥωμαλεώτατος ἐν τῷ λέγειν, Plut. C. Graech. 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
fort, robuste;
Cp. ῥωμαλεώτερος.
Étymologie: ῥώμη.

Russian (Dvoretsky)

ῥωμᾰλέος:
1 сильный, мощный (τῷ σώματι Plat.; κατὰ χεῖρα Plut.): ῥ. ἐν τῷ λέγειν Plut. отличный оратор;
2 крепкий, прочный (πέδαι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωμαλέος: -α, -ον, (ῥώμη) ἰσχυρὸς τὸ σῶμα, πλήρης ῥώμης, ῥ. τῷ σώματι Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· κατὰ χεῖρα Πλούτ. 2. 597D· ῥ. ὦμοι Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8· ῥ. ἐν τῷ λέγειν Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλεώτεραι πέδαι Ἡρόδ. 3. 22· βίοτος Ἀνθ. Π. 7 413. Ἐπίρρ., ῥωμαλέως, ἰσχυρῶς, Θεμίστ. 249D. Γαλην. τ. 6, σ. 139, 19. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥωμαλέος· ἰσχυρός, ἀνδρεῖος, ὑγιής, γενναῖος. θρασύς».

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατόςῥωμαλέος κατὰ χεῖρα», Πλούτ.)
αρχ.
1. υγιής
2. ανδρείος, γενναίος
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).
επίρρ...
ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν
(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωμᾰλέος: -α, -ον (ῥώμη
1. ισχυρός στο σώμα, δυνατός, εύρωστος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, ισχυρός, δυνατός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ῥωμᾰλέος, η, ον, ῥώμη
1. strong of body, Plat.
2. of things, mighty, strong, Hdt.