εὐθύωρος

From LSJ
Revision as of 18:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠωρος Medium diacritics: εὐθύωρος Low diacritics: ευθύωρος Capitals: ΕΥΘΥΩΡΟΣ
Transliteration A: euthýōros Transliteration B: euthyōros Transliteration C: efthyoros Beta Code: eu)qu/wros

English (LSJ)

ον, in a straight direction: mostly in neut. εὐθύωρον as adverb, = εὐθύς, εὐ. ἄγειν X.An.2.2.16, Ael. NA11.16; ὁρᾶν ib.7.5: as adjective, εὐθύωρον τὴν ἀναχώρησιν ἐποιήσαντο Anon. ap. EM391.42, cf. Procop.Aed.2.2.

German (Pape)

[Seite 1072] (ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐθύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐθεῖαν erkl., auch εὐθυωρόν accentuirt wird, geradeaus, geradezu, οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐθύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
direct ; adv. • εὐθύωρον en ligne droite, directement.
Étymologie: εὐθύς, ὥρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύωρος: -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. εὐθύς, εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν αὐτόθι 7. 5. (Ἡ κατάληξις -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ σημασία).

Greek Monolingual

εὐθύωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση
2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον
α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)
β) σε ευθεία διεύθυνσηἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῖον», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + όρος «όριο». Το -ω- λόγω συνθέσεως (πρβλ. δίωρος, τέτρωρος)].

Greek Monotonic

εὐθύωρος: -ον, αυτός που έχει ευθεία διεύθυνση· ουδ. εὐθύωρον ως επίρρ., = εὐθύς, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell


in a straight direction: in neut. εὐθύωρον as adv. = εὐθύς, Xen. [deriv. uncertain]