κρέξ

From LSJ
Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρέξ Medium diacritics: κρέξ Low diacritics: κρεξ Capitals: ΚΡΕΞ
Transliteration A: kréx Transliteration B: krex Transliteration C: kreks Beta Code: kre/c

English (LSJ)

ἡ, gen. κρεκός, a long-legged bird, perhaps
A corn-crake, Rallus crex, or ruff, Machetes pugnax, τούτους (sc. λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσιν Ar.Av.1138, cf. Arist.PA695a22, Ael.NA4.5; sacred to Athena, Porph.Abst.3.5; [ἡ ἶβις] μέγαθος ὅσον κ. Hdt.2.76; a name of ill omen to the newly-married, Euph.4: hence δισάρπαγος κρέξ, of Helen, Lyc.513.
2 metaph., noisy braggart, Eup. 423.
II hair, Hsch., Suid.: acc. κρέκαν Eust.1528.18.

French (Bailly abrégé)

κρεκός (ἡ) :
oiseau de la grosseur de l'ibis, avec un bec très aigu : râle d'eau ou autre.
Étymologie: R. Κρεκ, crier -- DELG onomatopée, cf. κόραξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρέξ κρεκός, ἡ [~ κρέκω?] kwartelkoning of steltkluut (vogel).

German (Pape)

κρεκός, ἡ, ein Vogel von der Größe des Ibis, mit spitzigem, sägeförmig eingeschnittenem Schnabel, Her. 2.76; man betrachtete ihn als eine üble Vorbedeutung für Neuvermählte; vgl. Ar. Av. 1138; Arist. H.A. 9.1, 17. – Nach Phot. bei Eupolis = ἀλαζών.

Russian (Dvoretsky)

κρέξ: κρεκός ἡ крек, предполож. кулик, по друг. коростель Arph., Arst.

Greek Monolingual

κρέξ, -εκός, ἡ (Α)
1. μτφ. αλαζόνας
2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.)
3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.)
φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» — ως χαρακτηρισμός της Ελένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. krkara- «είδος πέρδικας», μέσ. ιρλδ. cercc «κότα», αρχ. πρωσ. kerko «άγρια πάπια» και ρωσ. krečet «γεράκι» και ίσως με κερκάς, κερκιθαλίς, κέρκος «ουρά»].

Greek Monotonic

κρέξ: ἡ, γεν. κρεκός, (κρέκω), Λατ. crex, είδος μεγαλόσωμου ορτυκιού, ορτυκομάνα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρέξ: ἡ, γεν. κρεκός, (κρέκω) Λατιν. crex, πτηνόν τι ἔχον ὀξὺ καὶ ὀδοντωτὸν ῥάμφος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138, καὶ μικροὺς πόδας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 5, πρὸς ὃ κατὰ τὸ μέγεθος ὁ Ἡρόδ. παραβάλλει τὴν ἶβιν, 2. 76. Ἡ περιγραφὴ αὕτη δὲν ἁρμόζει πρὸς τὸ crex rallus, ἂν καὶ ἡ κραυγὴ αὐτοῦ ἀνταποκρίνεται πρὸς τὸ ὄνομα (ὅπερ ὡς τὸ κρέκω εἶναι κατ’ ὀνοματοπ.), ὁ δὲ Snudevall ἐπιμένει ὅτι εἶναι αὐτὸ τοῦτο· ἕτεροι νομίζουσιν ὅτι εἶναι τὸ πτηνὸν tringa pugnax. Ἐθεωρεῖτο δὲ δυσοιώνιστον εἰς τοὺς νεονύμφους, Εὐφορίων 4· ὁπόθεν ἡ Ἑλένη καλεῖται δυσάρπαγος κρέξ, Λυκόφρ. 513. 2) μεταφορ., κομπορρήμων, ἀλαζών, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 118. ΙΙ. τάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ τριχός, Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ. 1528. 18· ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ αἰτιατ. κρέκαν, ἐξ ὀνομαστ. ἡ κρέκη.

Frisk Etymological English

κρεκός
Grammatical information: f.
Meaning: name of a long-legged bird, perhaps the ruff, Machetes pugnax, or the corn-crake, Rallus crex (Hdt., Ar., Arist.), also metaph. of a noisy braggart (Eup.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [568] *kerk- birds
Etymology: As the identification of the bird is uncertain (s. Thompson Birds s. v.), all etymologies are hypothetical. Onomatopoetic origin is open; one compares other bird names as Skt. kr̥kara- kind of partridge, MIr. cercc hen, OPr. kerko diver, Russ. kréčet gerfalcon (Pok. 568; see also Borgström NTS 16, 142). - Further κερκάς κρεξ τὸ ὄρνεον, κερκιθαλίς ἐρῳδιός (cf. αἰγίθαλος), κέρκος ἀλεκτρυών H.; also κέρκνος ἱέραξ η ἀλεκρυών H., and κέρκαξ ἱέραξ H. (On confusion with κέρκος tail of an animal (s. v.) nothing can be said.

Middle Liddell

κρέκω
Lat. crex, the corn-crake, land-rail, Ar.

Frisk Etymology German

κρέξ: κρεκός
{kréks}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Vogels, u. a., aber ohne eigentlichen Grund, mit dem Kampfhahn, Machetes pugnax, oder mit dem Wiesenknarrer, Rallus crex, gleichgesetzt (Hdt., Ar., Arist. u. a.), auch übertr. von einem Großprahler (Eup.).
Etymology: Da die Identifizierung des Vogels ganz unsicher ist (s. Thompson Birds s. v.), sind alle Etymologien hypothetisch. Onomatopoetischer Ursprung liegt selbstverständlich nahe; es melden sich dann zum Vergleich andere Vogelnamen wie aind. kr̥kara- Art Rebhuhn, mir. cercc Henne, apreuß. kerko Taucher, russ. kréčet ‘Gier-, Jagdfalke’ (WP. 1, 413f., Pok. 568; dazu die einschlägigen einzelsprachlichen Wörterbücher und Borgström NTS 16, 142). — Daneben κερκάς· κρὲξ τὸ ὄρνεον, κερκιθαλίς· ἐρῳδιός (vgl. αἰγίθαλος), κέρκος· ἀλεκτρυών H.; inwieweit Vermischung mit κέρκος Schwanz eines Tieres (s. d.) stattgefunden hat, bleibt offen.
Page 2,14-15