τύφλωσις Search Google

From LSJ
Revision as of 14:46, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύφλωσις Medium diacritics: τύφλωσις Low diacritics: τύφλωσις Capitals: ΤΥΦΛΩΣΙΣ
Transliteration A: týphlōsis Transliteration B: typhlōsis Transliteration C: tyflosis Beta Code: tu/flwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (τυφλόω)
A a making blind, blinding, Isoc.12.122 (pl.), cf. Ph.1.391; γερόντων Diog.Oen.70 (pl.).
II blindness, Hp.Aph.6.56, Sch.Ar.Pl.115.

German (Pape)

[Seite 1166] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'aveugler.
Étymologie: τυφλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύφλωσις -εως, ἡ [τυφλόω] blindheid.

Russian (Dvoretsky)

τύφλωσις: εως ἡ ослепление, лишение зрения (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τύφλωσις: -εως, ἡ, (τυφλόω) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιίας, ὥστε μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ θέατρον τὰς τότε γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. τυφλότης, τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι στείρωσις καὶ τύφλωσις ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10.

Greek Monotonic

τύφλωσις: ἡ (τυφλόω), η κατάσταση της τύφλωσης κάποιου, η ιδιότητα του να είναι κάποιος τυφλός, του να μην βλέπει, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

τύφλωσις, εως, [from τυφλόω
a making blind, blinding, Isocr.

Translations