αντέχω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
(AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω)
1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις
2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ
3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι
4. έχω την απαραίτητη στερεότητα
5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία
νεοελλ.
1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι
2. φρ. «αντέχει η τσέπη μου» — είμαι πλούσιος, μπορώ να ξοδεύω χρήματα με άνεση
Ι. αρχ.
1. κρατώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο
2. επιμένω, εμμένω σε κάτι
3. είμαι αρκετός, επαρκώ
4. εκτείνομαι, φθάνω
5. κρατώ, διαρκώ
6. συνεχίζομαι, παρατείνομαι
7. εξακολουθώ να υφίσταμαι
II. (-ομαι)
1. κρατώ κάτι μπροστά μου για προφύλαξη
2. πιάνω κάτι και το κρατώ σφιχτά
3. δεν απομακρύνομαι από κάτι
4. λατρεύω κάποιον, τον τοποθετώ στις προτιμήσεις μου πριν από κάθε άλλον
5. συγκρατώ τον εαυτό μου
6. αμφισβητώ, διεκδικώ κάτι
7. επιδίδομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντέχω < αντ(ι) + έχω
αντίσχω < αντ(ι)- + ίσχω.
ΠΑΡ. ανθεκτικός, αντοχή
αρχ.
άνθεξις].