δυσμή
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ἡ, (δύω)
A = δύσις, setting, mostly in plural, ἀελίου δ. S.OC1245, cf. A.Fr.69, Hp.Epid.7.5, Pl.Phd. 61e; ἐπὶ δυσμῇσιν ἐών at the point of setting, Hdt.3.104; περὶ ἡλίου δυσμάς Lys.1.39; ἥλιος ἦν ἤδη περὶ δυσμάς Hell.Oxy.15.5: metaph., τὸ γῆρας δυσμαὶ βίου Arist.Po.1457b25, cf. D.H.4.79, Ph.1.678, S.E.M.9.90, Diog.Oen.2, etc.
II the quarter of sunset, west, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ [ἡλίου] δυσμέων Hdt.2.31; πρὸς ἡλίου δυσμέων Id.7.115, cf. 2.33; πρὸς δυσμαῖς A.Pers.232; opp. ἀνατολαί, BGU1049.8 (iv A. D.):—also δυθμή, Call.Cer.10 (pl.), Fr.539 (sg.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): δυθμή Pi.I.3(4).83, Call.Cer.10, SHell.259.6
• Morfología: [gener. plu., gen. δυσμέων Hdt.2.31, δυσμᾶν S.OC 1245, δυσμάων Opp.C.2.124, dat. δυθμαῖσιν Pi.l.c., δυσμῇσι Hdt.3.104]
1 sent. temp. puesta, caída del sol, frec. en giros prep. ἐπὶ δυσμῇσι ἐών (ὁ ἥλιος) al ponerse el sol Hdt.3.104, ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν Pi.l.c., ἤδη περὶ δυσμὰς ὄντος ἡλίου I.AI 7.16, cf. Hell.Oxy.43.623
•gener. c. gen. ἡλίου o equiv. ocaso, anochecer, puesta del sol πρὸς ἡλίου δυσμάς hasta el anochecer Hp.Epid.7.5, μικρὸν πρὸ ἡλίου δυσμῶν X.HG 5.1.7, ἐν τῷ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόνῳ Pl.Phd.61e, περὶ ἡλίου δυσμάς Lys.1.39, Is.6.40, ἐπὶ δυσμαῖς ἡλίου PMich.660.16 (VI d.C.), raro en sg. (ἀστήρ) ὃς δυθμὴν εἶσιν ὕπ' ἠελίου Call.SHell.259.6, πυρόεντος ... κύκλοιο ἀντολίη καὶ ... δ. Sulp.Max.30
•sin gen. mismo sent. πρὸς δυσμάς al anochecer Hp.Epid.7.84, πρὸς δυσμαῖς I.AI 3.199
•fig. ocaso, final, postrimerías esp. de la vida, sólo en plu. (ἐρεῖ) γῆρας ... δυσμὰς βίου se llamará a la vejez ocaso de la vida Arist.Po.1457b25 (= Trag.Adesp.84a), en giros prep.: ἐν δυσμαῖς τοῦ βίου en el ocaso de la vida, e.e. en la vejez Pl.Lg.770a, πρὸς ταῖς τοῦ βίου δυσμαῖς Cleanth.Stoic.2.120, ἐπὶ ταῖς δυσμαῖς ὄντας ἤδη τοῦ βίου D.H.4.79, cf. Diog.Oen.3.2.7, Clem.Al.Prot.10.108, ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ παρόντος αἰῶνος en las postrimerías de la presente edad Cyr.Al.Rom.5.14.
2 sent. geog. poniente, occidente, oeste frec. en giros prep., c. gen. ἡλίου: τῆλε πρὸς δυσμαῖς ἄνακτος Ἡλίου φθινασμάτων A.Pers.232, πρὸς ἡλίου δυσμέων en dirección oeste, hacia el oeste Hdt.7.115, cf. 4.49, τὰ δὲ πρὸς ἡλίου δυσμὰς (χωρία) Ath.Agora 19.L4b.41 (III a.C.), cf. ID 290.156 (III a.C.), SEG 35.665A.29 (Ambracia II a.C.), αἱ μὲν (ἆται) ἀπ' ἀελίου δυσμᾶν, αἱ δ' ἀνατέλλοντος unos infortunios vienen de poniente, otros de levante S.OC 1245, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ ἡλίου δυσμέων (el Nilo) fluye desde el sudoeste Hdt.2.31, sin gen. ἐπὶ δυσμαῖς A.Fr.69, ἔστ' ἐπὶ δυθμάς Call.Cer.10, ἡ θάλασσα ἡ ἐπὶ δυσμῶν el mar de poniente LXX De.11.24, οἳ ἔσχατοι πρὸς δυσμέων οἰκέουσι τῶν ἐν τῇ Εὐρώπῃ κατοικημένων de los que habitan en Europa, aquellos que habitan más al oeste Hdt.2.33, cf. Plb.2.16.2, IPArk.32.B.41 (Megalópolis II a.C.), POxy.Astr.4133.1.12 (II d.C.), ἀπὸ δυσμῶν ἐπ' ἀνατολάς en dirección oeste este Heraclid.Pont.104, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.20, Eu.Matt.24.27, Orph.H.12.12, Cyr.H.Myst.19.2, γείτονες ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν ... ἀπὸ δὲ δυσμῶν PThead.54.14 (III d.C.), cf. PYadin 19.18 (II d.C.), BGU 1049.8 (IV d.C.), νεφέλη ἀνατέλλουσα ἐπὶ δυσμῶν Eu.Luc.12.54, ἐκ ... δυσμάων op. ἀντολίηθε Opp.C.2.124
•raro en sg. εἰς τὴν παραστάδα τὴν ἀπὸ δυσμῆς τῆς στοᾶς IM 100b.22 (II a.C.), πρὸς δυσμήν FAmyzon 28.11 (II a.C.), cf. IEphesos 3312.1 (imper.); δυσμαὶ χειμεριναί ocaso invernal op. ἀνατολὴ χειμερινή ‘orto invernal’, Hp.Aër.3, en sg. Arist.Mete.363b6, δ. ἰσημερινή ocaso equinoccial op. ἀνατολὴ ἰσημερινή ‘orto equinoccial’, Arist.Mete.363a34, δ. θερινή ocaso estival op. ἀνατολὴ θερινή ‘orto estival’, Arist.Mete.363b5.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, der Untergang, meist im plur., vom Untergang der Sonne u. der Gestirne, Aesch. Pers. 228 Soph. O. C. 1248; von Her. 2, 31 an überall in Prosa. Den sing. hat nur Callim. bei Schol. Il. 11, 62; vgl. δυθμή. Übertr., βίσυ δυσμαί, das Lebensende, Empedocl. bei Arist. poet. 21; Plat. Legg. VI, 770 a; u. sonst, aus Dichtern angeführt.
Russian (Dvoretsky)
δυσμή: ἡ преимущ. pl. (тж. δ. ἡλίου)
1 заход, закат: πρὸ ἡλίου δυσμῶν Xen. перед заходом солнца; περὶ ἡλίου δυσμάς Lys., Arst. под вечер; ἐπὶ δυσμῇσιν Her. на закате; αἱ τοῦ βίου δυσμαί Emped. ap. Arst., Sext. закат жизни;
2 запад: τῆλε πρὸς δυσμαῖς Aesch. далеко на западе; ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ ἡλίου δυσμέων Her. с запада; δ. ἰσημερινή или δυσμαὶ ἰσημεριναί Arst. юго-запад.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμή: ἡ, (δύω) = δύσις, δύσις· συνήθ. κατὰ πληθ., ἀντίθετον ἀνατολαί· ἀελίου δ. Σοφ. Ο. Κ. 1245, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66· ἐπὶ δυσμῇσιν ἐών, μέλλων νὰ δύσῃ, Ἡρόδ. 3. 104· περὶ ἡλίου δυσμὰς Λυσ. 95. 22· μεταφ., τὸ γῆρας δυσμαὶ βίου Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 13. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος, καθ’ ὃ δύεται ὁ ἥλιος, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ ἡλίου δυσμέων Ἡρόδ. 2. 31· πρὸς ἡλίου δυσμέων ὁ αὐτ. 7. 115, πρβλ. 2. 33· πρὸς δυσμαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 237. ― Δωρ. δυθμή, Καλλ. εἰς Δήμ. 10. Ἀποσπ. 465 (ἐν τῷ ἑνικ.).
English (Strong)
from δύνω; the sun-set, i.e. (by implication) the western region: west.
English (Thayer)
δυσμης, ἡ (from Aeschylus and Herodotus down), much more often in plural (Winer's Grammar, § 27,3) δυσμαι, αἱ (δύω or δύνω, which see), namely, ἡλίου, the setting of the sun: T WH Tr marginal reading ἐπί δυσμή may possibly be understood of time (cf. Winer's Grammar, 375f (352)); see ἐπί, A. II.; others take the preposition locally, over, in, and give δυσμή the meaning which follows; see ἐπί, A. I:1b.); the region of sunset, the west, (anarthrous, Winer's Grammar, 121 (115)): ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν, from all regions or nations, הַשֶּׁמֶשׁ מְבוא, Herodotus on, both with and without ἡλίου.
Greek Monolingual
η
βλ. δυσμαί.
Greek Monotonic
δυσμή: ἡ (δύω),
I. = δύσις, κυρίως στον πληθ., σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπὶ δυσμῇσιν, στο σημείο της δύσης του, σε Ηρόδ.
II. σημείο του ορίζοντα στο οποίο γίνεται το ηλιοβασίλεμα, η δύση, στον ίδ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσμή, ἡ, [δύω] = δύσις, mostly in plural, Soph., etc.;]
I. ἐπὶ δυσμῇσιν at the point of setting, Hdt.
II. the quarter of sunset, the west, Hdt., Aesch.
Chinese
原文音譯:dusm» 低士姆
詞類次數:名詞(5)
原文字根:滑脫 相當於: (שֶׁמֶשׁ)+ (מָבֹוא)
字義溯源:日落,西邊,西;源自(δύνω)=落下);而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(5);太(2);路(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 西邊(3) 太24:27; 路12:54; 啓21:13;
2) 西(2) 太8:11; 路13:29