ὑλοτόμος

From LSJ
Revision as of 13:58, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοτόμος Medium diacritics: ὑλοτόμος Low diacritics: υλοτόμος Capitals: ΥΛΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hylotómos Transliteration B: hylotomos Transliteration C: ylotomos Beta Code: u(lo/tomos

English (LSJ)

(parox.), ον, (τέμνω)
A cutting wood or felling wood, πελέκεις Il.23.114; τέκτων LXX Wi.13.11.
II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op.807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr. HP 3.9.3, Gal.17(2).229, etc.
III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf. τέμνω III), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething (οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer.229.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz schlagend, Holz fällend; ὁ ὑλ., der Holzschläger, Holzhauer, Il. 23, 114. 123; Hes. O. 809; ὥστε δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει Soph. El. 98; Antiphil. 27 (IX, 306). – Mit verändertem Accent, ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen, τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel, H. h. Cer. 229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ ὑλοτόμος bûcheron.
Étymologie: ὕλη, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοτόμος:
I дор. ὑλᾱτόμος 2 (ῡ) лесорубный (πέλεκυς Hom.).
IIдровосек, лесоруб Hom., Hes., Soph., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοτόμος: -ον, (√ΤΕΜ, τέμνω), ὁ τέμνων ξύλα, πέλεκυς Ἰλ. Ψ. 114· τέκτων Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. ὑλοτόμος, ὁ, ξυλοτόμος, ξυλοκόπος, Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. ὑλοτόμος, ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς θελκτήριον, φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. τέμνω ΙΙΙ. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον
είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ' άλλους, σκουλήκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
-ο / ὑλοτόμος, -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α
το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ξυλοκόπος
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους
2. το αρσ. ως ουσ. εντομολ. γένος μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη κοιλιά, τών οποίων η προνύμφη κατατρώγει τα φύλλα τών φυτών
αρχ.
(για πράγμ.) αυτός που χρησιμοποιείται για την κοπή τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' ἴσαν, ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].

Greek Monotonic

ὑλοτόμος: -ον (τέμνω),
I. υλοτόμος ή ξυλοκόπος, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ. ὑλοτόμος, , ξυλοκόπος, δασοφύλακας, στο ίδ., Σοφ.
II. προπαροξ. ὑλότομος, -ον, Παθ., αυτός που κόπηκε στο δάσος· τὸ ὑλότομον, φυτό που χρησιμοποιούνταν ως θέλγητρο, φυλαχτό, γούρι, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὑλο-τόμος, ον, [cf. ὑλότομος] τέμνω
cutting or felling wood, Il.:— as substantive ὑλοτόμος, a wood-cutter, woodman, Il., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=ξυλοκόπος). Ἀπό τό ὕλη + τεμεῖν τοῦ τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὕλη.

Translations

lumberjack

Albanian: druvar; Arabic: ⁧حَطَّاب⁩; Armenian: անտառահատ, ծառահատ, փայտահատ; Aromanian: limnar; Assamese: খৰিকটীয়া; Azerbaijani: odunçu; Belarusian: лесаруб, драўні́к, дрывасек; Bulgarian: дървосекач, дървар; Catalan: llenyataire; Chinese Mandarin: 伐木工; Czech: dřevorubec; Danish: skovhugger; Dutch: houthakker; Esperanto: arbohakisto; Estonian: puuraidur; Faroese: skóghøggari; Finnish: metsuri; French: bûcheron; Galician: leñador, fragueiro; Georgian: ტყისმჭრელი; German: Holzfäller, Holzfällerin; Greek: ξυλοκόπος, υλοτόμος; Ancient Greek: δουροτόμος, δρυμοτόμος, δενδροτόμος, δρυοτόμος, δρυηκόπος, δρυτόμος, ξυλοκόπος, ὑλοτόμος; Hindi: लकड़हारा; Hungarian: favágó; Icelandic: skógarhöggsmaður; Irish: lománaí; Italian: boscaiolo, tagliaboschi; Japanese: 樵, 木こり; Kashubian: rãbca; Kazakh: ағаш кесуші, отыншы; Korean: 나무꾼; Kyrgyz: отунчу; Latin: lignator; Latvian: kokcirtējs; Lithuanian: medkirtys; Macedonian: дрвосечач, дрвар; Norwegian Bokmål: tømmerhugger; Old English: wuduhēawere; Ottoman Turkish: ⁧اوطونجی⁩; Persian: ⁧چوب‌بر⁩; Polish: drwal; Portuguese: lenhador, madeireiro; Romanian: lemnar; Russian: лесоруб, дровосек, вальщик леса; Serbo-Croatian Cyrillic: дрво̀сеча, дрво̀сјеча; Roman: drvòseča, drvòsječa; Slovak: drevorubač; Slovene: drvar; Spanish: leñador, talador; Swedish: skogshuggare; Tagalog: magkakahoy; Tajik: ҳезум-бур, ҳезумкаш; Turkish: oduncu, ormancı; Ugaritic: 𐎃𐎉𐎁; Ukrainian: лісоруб, дроворуб; Venetian: boschier, buschier; Vietnamese: tiều phu; Walloon: bokion, boskiyon, abateu; Welsh: coedwigwr, cymynwr coed; Yiddish: ⁧האָלצהעקער⁩

woodcutter

Arabic: ⁧حَطَّاب⁩; Armenian: փայտահատ; Azerbaijani: odunçu; Belarusian: дрывасек, драўні́к, лесаруб; Bulgarian: дървосекач, дървар; Catalan: estellador, estelladora; Chinese Mandarin: 樵夫; Czech: dřevorytec; Dutch: houthakker; Estonian: puuraidur; Finnish: puunhakkaaja; French: bûcheron; Georgian: ტყისმჭრელი; German: Holzfäller, Holzhacker; Greek: ξυλοκόπος, υλοτόμος; Ancient Greek: δουροτόμος, δρυμοτόμος, δενδροτόμος, δρυοτόμος, δρυηκόπος, δρυτόμος, ξυλοκόπος, ὑλοτόμος; Hungarian: favágó; Italian: taglialegna; Japanese: 樵; Korean: 나무꾼; Macedonian: дрвосечач, дрвар; Persian: ⁧چوب‌بر⁩; Polish: drwal; Russian: дровосек, лесоруб, дроворуб; Slovak: drevorubač, drevorytec; Slovene: drvar; Tajik: ҳезум-бур, ҳезумкаш; Turkish: oduncu; Ukrainian: дроворі́з, дроворуб, лісоруб