γαμάω
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
(γαμάω και γαμέω) (AM γαμῶ, γαμέω)
ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος
νεοελλ.
φρ.
1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος του σώματός του ή της οικογένειάς του ή κάτι σεβαστό και ιερό
2. «άι γαμήσου» — βρισιά για να απαλλαγεί κάποιος από ενοχλητικό πρόσωπο
αρχ.
1. (για άντρα) παντρεύομαι
2. γαμοῦμαι α) (για γυναίκα) παντρεύομαι
β) (για τους γονείς κόρης) παντρεύω, δίνω ως νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. γαμέω δεν είναι παράγωγο ονόματος, αλλά ο ίδιος με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. γάμος. Συνδέεται με τη λ. γαμβρός καθώς και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. jαmᾱtᾱr, jᾱrα- κ.λπ. Δεν έχει επίσης αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική σχέση με τα γέντο, ύγγεμος «συλλαβή», γέμω.
ΠΑΡ. γαμήλιος
αρχ.
γαμήλευμα
αρχ.-μσν.
γαμετή
νεοελλ.
γαμήσι, γαμιάς.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντιγαμέω, αρρενογαμέω, δυσγαμέω, εγγαμέω, επιγαμέω, ευγαμέω, κερδογαμέω, μονογαμέω, οψιγαμέω, προγαμέω, συγγαμέω, υπογαμέω].
Translations
fuck
Afrikaans: naai; Albanian: qij, shkërdhej; Arabic: نَاكَ, نَكَحَ; Hijazi Arabic: ناك; Armenian: քունել, քունվել; Aromanian: fut; Assamese: চোদ; Azerbaijani: sikmək, qayırmaq, soxmaq, sikişmək; Basque: txortan egin, larrutan egin; Belarusian: ябаць, пярдоліць, ябацца; Bengali: চুদা; Bulgarian: еба, шибам, чукам; Catalan: follar, cardar, fotre, fer un clau, fotre un clau, tirar-se; Cebuano: iyot; Chinese Cantonese: 屌, 𨳒/𮤭; Hakka: 屌; Mandarin: 幹/干, 搞, 操, 肏, 日; Min Nan: 姦/奸, 使, 箍, 躄; Cornish: kyjya; Czech: mrdat, prcat, šukat, šoustat, jebat; Danish: kneppe, bolle, pule, knalde; Dutch: neuken, naaien, wippen, fleppen, rampetampen, bonken, batsen, ketsen, krikken; Esperanto: fiki; Estonian: nikkuma, nussima, keppima, panema, trukkima; Faroese: mogga, gilla, fukka; Finnish: naida, panna, nussia, bylsiä, hässiä, kiksauttaa, muhinoida; French: baiser, fourrer, niquer, enconner, foutre, enculer, sauter; Galician: foder; Georgian: ტყვნა; German: ficken, knallen, bumsen, nageln, pimpern, poppen, pudern, rammeln, stechen, stoßen, vögeln; Greek: γαμώ, γαμάω, πηδώ, πηδάω; Ancient Greek: βενέω, βενῶ, βινέω, βινῶ, διακροτέω, διασποδέω, κασαλβάζω, κατελαύνω, σπλεκόω, τρυπάω; Gujarati: સંભોગ કરવો, ચોદવું; Hebrew: זיין \ זִיֵּן, דָּפַק; Hindi: चोदना; Hungarian: baszik, megbasz, kúr, megkúr, dug, megdug; Icelandic: ríða, hafa kynmök, sofa hjá, hafa mök við; Ilocano: iyot; Indonesian: entot, mengentot, ngentot, ngewe, mengancuk; Ingrian: nussia; Interlingua: futuer; Italian: fottere, scopare, trombare, chiavare, sbattere, bombare, trapanare, cavalcare, montare, ingroppare, ficcare, zappare, ciulare; Jamaican Creole: jook; Japanese: エッチする, やる, 犯す, ファックする, まんこする; Javanese: ngancuk, ngencok; Kalmyk: охх; Kapampangan: karat; Kazakh: сігу; Khmer: រួមរ័ក្ស; Korean: 씹하다; Kurdish Northern Kurdish: gan; Kven: nussiit; Kyrgyz: тыгуу, сигүү; Lao: ສີ້, ເສບສົມ; Latin: futuo; Latvian: pisties, drāzties, drātēties, ņemties; Lithuanian: pistis, kruštis, dulkintis, pyškintis; Macedonian: ебе; Malay: kongkek, amput, koncok, main; Maltese: niek; Manchu: ᡴᡡᡵᠠᠮᠪᡳ; Marathi: झवणे; Norwegian: knulle, pule, jokke; Occitan: fóter, fotre, cardinar; Ottoman Turkish: سكشمك; Persian: گائیدن; Polish: pierdolić, pieprzyć, jebać, ruchać; Portuguese: foder, montar, pinar, comer, transar, trepar; Romani: kurel; Romanian: fute, regula, găuri, și-o trage, și-o pune, cordi, babardi; Russian: ебать, выебать, отъебать, ебаться, сношаться, трахать, трахаться, еть, ети, пердолить; Saraiki: یاہݨ; Sardinian: fútere; Scottish Gaelic: dàir; Serbo-Croatian Cyrillic: јебати, карати, туцати, кресати, прцати, шукати; Latin: jebati, karati, tucati, kresati, prcati, šukati; Sicilian: fùttiri; Slovak: jebať, drbať, šukať, trtkať, pichať, mrdať; Slovene: fukati, jebati; Slovincian: jåbac; Sorbian Lower Sorbian: jebaś; Upper Sorbian: jebać; Spanish: follar, follarse, joder, coger, chingar, jalar, tirarse, cepillarse, pichar, culear, joder, vergar, cachar, garchar; Swahili: kutomba; Swedish: knulla, pöka, bazza; Tagalog: kantot, kadyot, kasta, gahasa; Tahitian: tītoi; Tajik: гоидан; Telugu: దెంగు; Thai: เย็ด; Turkish: sikmek, becermek, düzmek, koymak, sokmak, kaymak, halletmek, sikişmek; Ukrainian: їбати, їбатися; Urdu: چودنا; Uzbek: sikmoq; Vietnamese: đụ, địt, đéo; Welsh: ffwcio, ffwrcho, cnuchio, ffwrchio; Yakut: кыар; Yiddish: טרענען, יענצן; Yoruba: dó; Zazaki: qeysnen, nayen, şanen