τρεισκαίδεκα

From LSJ
Revision as of 11:23, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεισκαίδεκα Medium diacritics: τρεισκαίδεκα Low diacritics: τρεισκαίδεκα Capitals: ΤΡΕΙΣΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: treiskaídeka Transliteration B: treiskaideka Transliteration C: treiskaideka Beta Code: treiskai/deka

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τά, first as three words, later as one, thirteen: gen. τριῶν καὶ δέκα Th.2.97, IG12.372.87, etc.: dat. τρισὶ καὶ δέκα Th.8.108, D.9.25, IG22.1673.7, etc.: acc. neut. τριακαίδεκα (or τρία καὶ δέκα) Hdt.1.119, Ar.Pl.194,846, Pax990:—sts other words are interposed, τρεῖς τε καὶ δ. Pi.O.1.79, but μέν follows τρισκαίδεκα in B.10.92 and δέ in Th.3.79 (s.v.l., δέ om. codd. BM):—the form τρισκαίδεκα (acc. masc. and fem.) is found in codd. of Hom. Il.5.387, Od.24.340 (in Od. τρεισκαίδεκα, διὰ διφθόγγου γράφουσι τὰ τῶν ἀντιγράφων ἀκριβέστερα Eust. ad loc.); also of Pi.Fr.135 (v.l.), B. l. c. (Pap.), Ar.Ra.50, X.HG5.1.5, Th.3.69,79, 8.88 (τρεῖς καὶ δέκα cod. B); τρισκαίδεκα as gen., Hp.Mul.2.133 (τρεισ- cod. D), Is.8.35; as dat., Th.8.22 codd.:—early Inscrr., however, never have τρισκαίδεκα, but τρεῖς [τρε̄ς] καὶ δέκα ἡμέραι IG12.295.11 (v B. C.); στατῆρας τρεισκαίδεκα SIG241 B101 (Delph., iv B. C.); τρε[ισκαί]δεκα πόλεων ib.368B1 (iii B. C.); λίθων τρεισκαίδεκα IG7.3073.134 (Lebad., ii B. C.); so that τρισκαίδεκα should be corrected in all early texts (in spite of Choerob. in An.Ox.2.267) either to τριῶν καὶ δ., etc., or to τρεισκαίδεκα: the same applies to the following compds.: v. τρεισκαιδέκατος.

French (Bailly abrégé)

τρεισκαίδεκα, τριακαίδεκα;
treize.
Étymologie: τρεῖς, καί, δέκα.

Russian (Dvoretsky)

τρεισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τριακαίδεκα τά, эп. τρισκαίδεκα οἱ, αἱ, τά тринадцать Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρεισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τά, δεκατρεῖς, δεκατρία, Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.˙ ἄλλοτε φέρεται ὡς μία λέξις, καὶ ἄλλοτε διῃρημένως˙ γενικ. τριῶν καὶ δέκα Θουκ. 2. 97, Ἰσαῖ., κλπ.˙ δοτικ. τρισὶ καὶ δέκα Θουκ. 8. 180, Δημ., κλπ.˙ ἐνίοτε δὲ παρεντίθενται ἄλλαι λέξεις, τρεῖς γε καὶ δέκα, τρεῖς δὲ καὶ δέκα, Πινδ. Ο. 1. 127, Θουκ. 3. 79˙ - ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀκλίτου τύπου τρισκαίδεκα (ἐν παντὶ γένει καὶ πάσῃ πτώσει), Ἰλ. Ε. 387, Ὀδ. Ω. 340 (ἐν τῇ Ὀδ. μετὰ διαφόρ. γραφῆς τρεισκαίδεκα, ἥτις ἠδύνατο νὰ ὑπάρχῃ καὶ ἐν τῇ Ἰλ.)˙ οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 50, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 5, καὶ συχν. ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ τρεισκαίδεκα, π. χ. Θουκ. 3. 69., 8. 88˙ τρισκαίδεκα ὡς γεν., Ἱππ. 652. 6, Ἰσαῖ. 72. 40˙ ὡς δοτ., Θουκ. 8. 22, κλπ.

Greek Monolingual

οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τὰ, δ. γρφ. αρσ. θηλ. και ουδ. τρισκαίδεκα, Α
δεκατρείς, δεκατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεῖς, τρία + καί + δέκα.

Greek Monotonic

τρεισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τρια-καί-δεκα, τά, δεκατρείς, δεκατρία, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης γραμμένο ξεχωριστά, γεν. τριῶν καὶ δέκα, δοτ. τρισὶ καὶ δέκα κ.λπ.· επίσης χρησιμοποιείται και ο άκλιτος τύπος τρισκαίδεκα σε όλα τα γένη και σε όλες τις πτώσεις, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

thirteen, Hdt., Attic; also written divisim, gen. τριῶν καὶ δέκα, dat. τρισὶ καὶ δέκα, etc.:—an indecl. form τρισκαίδεκα occurs, in all genders and cases, Hom., Ar., etc.