Ἑλλάς
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
άδος, ἡ, Hellas, said to have been originally the name of the region round Dodona, Arist.Mete.352a34, Sch.Il.21.194. 2 a city of Thessaly, founded by Hellen, οἵ τ' εἶχον Φθίην ἠδ' Ἑλλάδα Il.2.683. 3 part of Phthiotis, inhabited by the Μυρμιδόνες, 9.395, al. 4 Northern Greece, opp. Peloponnesus, D.19.303, Ptol.Geog. 3.14.1: sts. so expld. in the phrase καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344,4.726,al. 5 Greece, from Peloponnesus to Epirus and Thessaly inclusively, Hes.Op.653, Hdt.8.44,47, A.Pers.50 (anap.), 234 (troch.): used collectively for Ἕλληνες, E.Or.648, Th.1.6, etc. 6 as a general name for all lands inhabited by Hellenes, including Ionia, etc., Hdt.1.92, Th.1.3, X.An.6.5.23, etc.; οὔθ' Ἑ. οὔτ' ἄγλωσσος S.Tr.1060: hence ἡ ἀρχαία Ἑ. Old Greece, Plu.Tim.37; ἡ μεγάλη Ἑ. Magna Graecia, Plb.2.39.1, Ath.12.523e; including Sicily, Str.6.1.2. 7 Ἑλλάδος Ἑ., Ἀθῆναι AP7.45 (Thuc.): pl., τὴν Ἑ. Ἑλλάσι πολλαῖς παραυξήσας Ph.2.567. 8 (sc. φωνή) the Greek language, Ael.VH9.16. II fem.Adj. Greek, γλῶσσα Hdt.6.98, al.; πόλις Id.5.93; χθών A.Supp.243; στολή S.Ph.223, etc.; masc., Id.Fr. 17; τίς Ἑ. ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος . .; E.Ph.1509.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλάς: -άδος, ἡ, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἕλληνος, οἱ δ’ εἶχον Φθίην καὶ Ἑλλάδα Ἰλ. Β. 683, ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ. 2) ἅπαν ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς Θεσσαλίας, ἐν ᾧ οἱ Μυρμιδόνες κατῴκουν, καλούμενον ὡσαύτως Φθιῶτις, συχν. παρ’ Ὁμ. 3) ἡ βορεία ἢ Στερεὰ Ἑλλάς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Πελοπόννησον, καθ’ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Ὀδ. Α. 344, Δ. 726, κτλ. 4) τὸ κύριον ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου μέχρι τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τούτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 651, Ἡρόδ. 8. 44, 47, Αἰσχύλ. Πέρσ. 50, 234, κτλ.· ― συχνάκις ἐν χρήσει περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ Ἕλληνες, Εὐρ. Ὀρ. 647, Θουκ. 1. 6, κτλ. 5) τελευταῖον ὡς γενικὸν ὄνομα περιλαμβάνον πάσας τὰς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων κατοικουμένας χώρας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ἰωνίας, κτλ., Ἡρόδ. 1. 92, Θουκ. 1. 3, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 23, κτλ.· οὔθ’ Ἑλλὰς οὐτ’ ἄγλωσσος, οὔτε Ἐλλὰς οὔτε γῆ ἀλλόγλωσσος, Σοφ. Τρ. 1060· ― ἐντεῦθεν ἀκούομεν ἡ ἀρχαία Ἑλλὰς (Πλουτ. Τιμολ. 37), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μεγάλην Ἑλλάδα (Στράβων 253)· ― πρβλ. Ἕλλην Ι. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. μετὰ θηλ. οὐσιαστ., κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν, κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 6. 98, κ. ἀλλ.· πόλις ὁ αὐτ. 6. 98· χθών, αἶα, γῆ Αἰσχύλ. Ἱκ. 243, κτλ.· στολὴ Σοφ. Φ. 223, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 17· τίς Ἑλλάς, ἢ βάρβαρος, ἢ τῶν προπάροιθ’ εὐγενετᾶν ἕτερος...; Εὐρ. Φοίν. 1513· πρβλ. Ἕλλην ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
άδος
A. adj. f. d’Hellade, de Grèce, grecque;
B. subst. ἡ Ἑλλάς;
I. Hellas, ville de Thessalie;
II. p. ext.
1 la Thessalie du Sud;
2 postér. la Grèce continentale;
3 p. ext. la Grèce avec une partie de l’Asie Mineure;
4 ἡ μεγάλη Ἑλλάς, la Grande-Grèce, l’Italie du Sud;
5 collect. l’Hellade pour les Grecs.
Étymologie: Ἕλλην.
English (Autenrieth)
άδος: Hellas, understood by the ancients to be a Thessalian city and district in Phthiōtis, under the sway of Achilles, Il. 2.684; now more correctly described as the tract between the Asōpus and the Enīpeus; coupled with Phthia, Il. 9.395; the realm of Peleus, Od. 11.496 ; καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος (all Greece), see Ἄργος, epithets, καλλιγύναικα, εὐρυχόροιο, Β , Il. 9.447, 478.
English (Slater)
Ἑλλᾰς (Ἑλλάς, -άδος, -άδι, -άδ(α).)
a Greece πᾶσαν κάτα / Ἑλλάδεὑρήσεις (O. 13.113) εἰ δέ τις λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς i. e. longing for Greece (P. 4.218) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.19) μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας (N. 6.26) Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.
b = Greeks Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (P. 7.8) αὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ (P. 12.6) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (I. 8.11) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι κα[λ]λ[ιχόρῳ Δ. 2. 25.
English (Slater)
Ἑλλᾰς (Ἑλλάς, -άδος, -άδι, -άδ(α).)
a Greece πᾶσαν κάτα / Ἑλλάδεὑρήσεις (O. 13.113) εἰ δέ τις λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς i. e. longing for Greece (P. 4.218) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.19) μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας (N. 6.26) Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.
b = Greeks Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (P. 7.8) αὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ (P. 12.6) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (I. 8.11) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι κα[λ]λ[ιχόρῳ Δ. 2. 25.