ἀνασπάω

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασπάω Medium diacritics: ἀνασπάω Low diacritics: ανασπάω Capitals: ΑΝΑΣΠΑΩ
Transliteration A: anaspáō Transliteration B: anaspaō Transliteration C: anaspao Beta Code: a)naspa/w

English (LSJ)

poet. ἀνσπ-,

   A draw, pull up, σπυρίδα Hdt.5.16, cf. 4.154; βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92:—Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).    b draw a ship up on land, Pi.P.4.27, Hdt.7.188, Th.4.9.    2 draw, suck up greedily, ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu.647; ἀ. ὑγρόν Hp.VM22; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA495a26, PA661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.    3 draw back, τὴν χεῖρα Ar. Pl.691:—so in Med., ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατ' Il.13.574.    4 tear up, pull down, τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86; τὴν σκηνήν Id.7.119; τὸ σταύρωμα Th.6.100; τύμβους E.Med.1381, cf. Ba.949; δένδρα Arist.HA497b29,al.; τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5; πυλίδας Id.5.39.4, etc.    5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj.302, draw forth words, utter wild, incoherent words; ἀνασπῶντ' αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ar.Ra.903:—the phrase may be expl. from Pl.Tht.180a (ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια . . ἀνασπῶντες) and Men.429 (πόθεν . . τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); so ἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.    6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακὼς ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν Id.Ach.1069, cf. Alex.16, D.19.314; ἔβλεψε νᾶπυ καὶ τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν Ar.Eq.631; μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174, cf. X.Smp. 3.10; οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn.812b27.    II retract, ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22, Steril. 217.    III carry away from home, Luc.Tox.28 codd.

German (Pape)

[Seite 208] (s. σπάω), p. auch ἀνσπάω, in die Höhe ziehen, ὀφρῦς, μέτωπον, die Augenbrauen, Stirn hoch ziehen, eine vornehme, ernsthafte Miene machen, Ar. Ach. 1038 Equ. 629; vgl. Xen. Conv. 5, 10. Dah. λόγους ἀνασπᾶν τινι, Soph. Ai. 295, prahlerische Reden; anders ἀνασπᾶν γνωμίδιον B. A. 6, 5, κωμικῶς, οἷον ἐκ βυθοῦ διανοίας ἄγειν, wie Men. bei Suid. πόθεν τούτους ἀνεσπάκασιν – τοὺς λόγους, vgl. Wasser aus dem Brunnen ziehen, Thuc. 4, 97; τὴν βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her. 2, 92; ein Schiffan's Land ziehen, Pind. P. 4, 27; Her. 4, 154. 7, 188 u. sonst; τὰς ἀγκύρας Pol. 5, 110; γεφύρας u. σανίδας τῆς γεφύρας 2, 32. 3, 66, Brücken aufziehen; πυλίδας, Thore öffnen, 5, 39; τύμβους, erbrechen, Eur. Med. 1381. – Med., ἐκ χροὸς ἀνεσπάσατο ἔγχος, er zog seine Lanze heraus, Il. 13, 574; Aesch. ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις, wenn die Erde das Blut eingeschlürft hat, Eum. 617. – Intrans., bes. im med., sich davonmachen, abreisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασπάω: ποιητ. ἀνσπ-: (ἴδε σπάω). Σύρω, ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, δίκτυον Σόλων 32. 3, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 154.. 5. 16· βύβλον.. ἐκ τῶν ἑλέων ὁ αὐτ. 2. 92· ― οὕτως ἐν μέσ. τύπ., ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατ’, ἐξείλκυσεν ἐκ τοῦ σώματος τὸ ἔγχος, Ἰλ. Ν. 547. β) ἀνελκύω πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, ὡς τὸ ἀνέλκω Πινδ. Π, 4. 48, Ἡρόδ. 7. 188, Θουκ. 4. 9. 2) ῥοφῶ, ἀναρροφῶ ἀπλήστως, αἷμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 647· ἀν. ποτόν, τροφήν, κτλ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 9, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 15· ἀλλά, ὕδωρ ἀν., ἀντλῶ ὕδωρ, Θουκ. 4. 97: ― Μέσ., ἀν. ὑγρότητα, ἀπορροφῶ, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. 3) σύρω ὀπίσω, ἀποσύρω, τὴν χεῖρα Ἀριστοφ. Πλ. 691. 4) καταρρίπτω, συντρίβω, καταστρέφω, τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Ἡρόδ. 5. 86· τὴν σκηνὴν ὁ αὐτ. 7. 119· τὸ σταύρωμα Θουκ. 6. 100· τύμβους Εὐρ. Μήδ. 1381. πρβλ. Βάκχ. 949· δένδρα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 6, καὶ ἀλλ.· τῆς ἐπ’ αὐτῷ (δηλ. ποταμῷ) γεφύρας ἀνασπάσαντες τὰς σανίδας Πολύβ. 2. 5, 5· ὡς ἀνασπάσοντες.. τὰς πυλίδας ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ. 5) μεταφ., ἀνασπᾶν λόγους, ἐξάγω, ἀποτοξεύω, προφέρω λέξεις διὰ τρόπου σπασμώδους, λόγους ἀνέσπα τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα, κτλ. Σοφ. Αἴ. 302, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 903· ― ἡ φράσις δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ τοῦ Πλάτ. Θεαίτ. 180Α (ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες), καὶ Μενάνδ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7 (πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους; ἀνευρήκασιν, εἰλήφασιν)· περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Εὐστ. 679. 61 σημειοῦται τάδε: «οὐ μόνον ἐπὶ φυτῶν τὸ ἀνασπᾶν λέγεται, ἀλλὰ καὶ περὶ ἀλαζονείας, ὡς δηλοῖ τὸ παρὰ Σοφοκλεῖ λόγους ἀνέσπα»· πρβλ. ὡσαύτως καὶ ἀποσπάω. 6) τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, ἀνασύρω, ἀνυψῶ τὰς ὀφρῦς, καὶ οὕτω προσλαμβάνω σοβαρὰν καὶ ἐπιβλητικὴν ἔκφρασιν προσώπου, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακὼς ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2, Δημ. 442, 11· οὕτως, κἄβλεψε νᾶπυ, καὶ τὰ μέτωπ’ ἀνέσπασεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 631· μέχρι νεφέων τὴν ὀφρῦν ἀν. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 81, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 3. 10, καὶ ἴδε τοξοποιέω. ΙΙ. ἀποσύρω, ἑαυτὸν Ἱππ. 262. 35. ΙΙΙ. παθ., συλλαμβάνομαι, μεταξὺ ἀκροώμενος τοῦ διδασκάλου ἀνασπασθεὶς Λουκ. Τόξ. 28, πρβλ. ἀνασπαστός.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀνασπάσω, ao. ἀνέσπασα, pf. ἀνέσπακα;
I. (ἀνά, en haut) tirer en haut : ὕδωρ THC tirer de l’eau ; particul. tirer un vaisseau à terre ; λόγους ἀν. τινι SOPH invectiver (des fantômes);
II. (ἀνά, en arrière);
1 renverser de fond en comble, renverser, abattre, acc.;
2 transporter en arrière : ἀν. ὅρους XÉN reculer des limites;
3 entraîner, enlever de force;
4 avaler : αἷμα ESCHL boire du sang en parl. de la poussière;
Moy. ἀνασπάομαι-ῶμαι tirer hors de.
Étymologie: ἀνά, σπάω.

English (Autenrieth)

aor. mid. ἀνεσπάσατο: pull back, ἔγχος ἐκ χροός, Il. 13.574†.