εἰσέρχομαι

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσέρχομαι Medium diacritics: εἰσέρχομαι Low diacritics: εισέρχομαι Capitals: ΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: eisérchomai Transliteration B: eiserchomai Transliteration C: eiserchomai Beta Code: ei)se/rxomai

English (LSJ)

fut. -ειεύσομαι: aor. -ήλῠθον, -ῆλθον: in Att., fut. is supplied by εἴσειμι, and impf. by εἰσῄειν:—

   A go in or into, enter, in Hom. and Poets mostly c. acc., Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184; ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος 22.56; αὐιάν Pi.N.10.16; ἄλσος, δόμους, S.Tr.1167, E.Alc.563; οἴκαδε X.HG5.4.28; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Pl.Hp.Ma.304d; εἰσῆλθ' ἑκατόμβας invaded the hecatombs, Il.2.321 : but in Prose mostly with Preps., ἐς οἴκημα Th.1.134, etc.; ἐς. ἐς τὰς σπονδάς come into the treaty, Id.5.36; εἰς τὸν πόλεμον v.l. in X.An.7.1.27; εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους enter the ranks of the Ephebi, Id.Cyr.1.5.1; also εἰ. πρός τινα enter his house, visit him, ib.3.3.13; of a doctor, pay a visit, Gal.18(2).36 ; εἰ. ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21 : abs., of money, etc., come in, προσόδους εἰσελθούσας Id.Vect.5.12.    II of the Chorus, actors, etc., come upon the stage, enter, Pl.R.580b, X.An. 6.1.9, etc.; enter the lists, in a contest, S.El.700; πρός τινα in competition with.., D.18.319.    III as law-term, of the accuser, come into court, εἰς ὑμᾶς (sc. τοὺς δικαστάς) D.59.1; but also τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν -εληλυθότας δικαστάς Id.18.278.    2 of the parties, c. acc., εἰ. τὴν γραφήν enter the charge, Id.18.105; εἰ. δίκας Id.28.17 (so also εἰ. [τὴν καταχειροτονίαν] Id.21.6; εἰ. λόγον κατά τινος Arg. Isoc.II).    3 of the accused, come before the court, δεῦρο Pl.Ap.29c; εἰς δικαστήριον Id.Grg.522b; εἰς ὑμᾶς D.18.103, cf. 21.176; εἰσελθόντες δ' ὡς ὑμᾶς is prob. in Arist.Rh.1410a18.    4 of the cause, to be brought in, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49.    IV enter on an office, Antipho 6.44 ; ἐς. ἐς τὴν ὑπατείαν D.C.41.39 ; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Id.64.7.    V consult a table, εἰ. εἰς ὄργανον Vett.Val.20.12.    VI metaph., [μένος] ἄνδρας ἐσέρχεται courage enters into the men, Il.17.157 ; πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται famine never enters the land, Od.15.407 ; Κροῖσον γέλως ἐσῆλθε Hdt.6.125 ; ὥς με πόλλ' εἰσέρχεται.. ἄλγη A.Pers.845; πόθος μ' εἰσέρχεται E.IA 1410 ; νιν εἰσῆλθεν τάδε ib.57 : c. dat., εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις S. OC372 ; [Κύπρις] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων.. γένει Id.Fr.941.9 ; δέος εἰ. τινὶ περί τινος Pl.R.330d ; ὑποψία εἰ. μοι Id.Ly.218c.    2 come into one's mind, Κροίσῳ ἐσελθεῖν τὸ τοῦ Σόλωνος Hdt.1.86, cf. Pl.Tht. 147c ; ἐσελθεῖν τισὶ ἡδονήν, οἶκτον, Hdt.1.24,3.14.    b impers., c. inf., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα it came into his head that.., Id.3.42 ; ἐσῆλθέ με κατοικτῖραι Id.7.46; εἰσῆλθε δή με..φοβηθῆναι Pl. Lg.835d; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς.. A.Pr.1002.

German (Pape)

[Seite 742] (ἔρχομαι; εἰσέλθατε Matth. 7, 13; εἰσένθωμες Theocr. 15, 68), 1) hineingehen, -kommen; Hom. mit dem bloßen acc., Φρυγίην, τεῖχος, Il. 3, 184. 22, 56; αὐλήν, δώματα, Pind. N. 10, 16 P. 10, 32; πόλιν, Soph. O. C. 917; ἄλσος, Trach. 1157; δόμους, Eur. Alc. 563; εἰς οἴκημα, Thuc. 1, 134; Plat. Prot. 321 e; com.; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Hipp. mai. 304 d, vgl. Xen, Hell. 5, 4, 28; παρά τινα, Gorg. 456 b; πρός τινα, Xen. Hem. 3, 10, 1 u. Sp. Oft absolut, bes. = auftreten, vom Chor, Plat. Rep. IX, 580 b; vom Tänzer, Xen. An. 5, 7, 9. – Ἐς τὰς σπονδάς, ein Bündniß eingehen, Xen. Hell. 5, 1, 33; Thuc. 5, 36; – ἐς τοὺς ἐφήβους, in das Alter der Epheben treten, Xen. Cyr. 1, 5, 1. – Auch von Geld u. Waaren: einkommen, eingehen, Xen. πρόσοδοι, νόμισμα, Vectig. 5, 12 Lac. 7, 5. – 2) in attischer Gerichtssprache, vor Gericht gehen, εἰς δικαστήριον, Plat. Gorg. 522 d, wie Dem. 59, 90; ohne den Zusatz, sich vor Gericht stellen, Plat. Apol. 29 c Crit. 45 e; εἰς ὑμᾶς, Richter, Dem. 59, 1; bei Lys. 3, 7 vom Senat; auch εἰσῆλθον τὴν γραφήν, Dem. 18, 105. 21, 6 u. andere Redner, die Klage vorbringen, vgl. εἴσειμι. Aber auch ὁ ἀγὼν εἰσέρχεται εἰς ὑμᾶς, Dem. 59, 16. 91. – 3) wie εἴσειμι, ein Amt antreten, Antiph. 6, 44; ἐς τὴν ὑπατείαν, D. Cass. oft. – 4) übertr., μένος ἄνδρας ἐςέρχεται, Muth kommt in die Männer, Il. 17, 157; πείνη δῆμον, Hungersnoth kommt über das Volk, Od. 15, 407; ὥς με πόλλ' ἐςέρχεται ἄλγη Aesch. Pers. 831; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς ἐγὼ – ἔσομαι, es falle dir nie ein, komme dir nie in den Sinn, Prom. 1004: von Leidenschaften, ἔρως – ἰχθύων γένει Soph. frg. 678; πόθος μ' εἰσέρχεται, Sehnsucht ergreift mich, Eur. I. A. 1411; μ' ἔλεος εἰσῆλθε I. A. 491; ἰδόντα γέλως εἰσῆλθε Her. 6, 125; τὸν δὲ ἀκούσαντα εἰσῆλθε αὐτίκα, ὡς εἴη τέρας, es fiel ihm ein, 8, 137, wie τὸν δὲ εἰσῆλθε θεῶν εἶναι τὸ πρῆγμα 3, 42; ἐπιθυμία τοὺς πολλούς, Begierde wandelte sie an, Plat. Legg. VIII, 838 b; seltner c. dat., ὑποψία μοι Lys. 218 c; αὐτοῖς διαλεγομένοις, im Gespräch fiel es ihnen ein, Theaet. 147 c; αὐτῷ δέος καὶ φροντίς Rep. I, 330 d; vgl. Her. 1, 24. 3, 14; Soph. O. C. 372; Plut. Timol. 26. Vgl. ἐπέρχομαι u. εἴσειμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι· ἀόρ. -ήλῠθον, -ῆλθον· ἀλλὰ τὸν Ἀττ. μέλλ. ἀναπληροῖ τὸ εἴσειμι, τὸν δὲ παρατ. τὸ εἰσῄειν: Ἀποθ., εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ., Φρυγίην εἰσήλυθον Ἰλ. Γ. 184· ἀλλ’ εἰσέρχειο τεῖχος Χ. 56· ὡς οὐν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ’ ἑκατόμβας, ὡς οὖν φοβερὰ σημεῖα ἐπῆλθον εἰς τὰς τῶν θεῶν θυσίας, Β. 321: - ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς κατὰ τὸ πλεῖστον, εἰσ. εἰς οἴκημαοἴκαδε Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28· ἐσ. ἐς τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 36· εἰς τὸν πόλεμον Ξεν. Ἀν. 7. 1. 27· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, εἰς τὴν τάξιν ἢ ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, εἰσ. πρός τινα 3. 3, 13· εἰσ. ἐπὶ δεῖπνον ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 21· ἀπολ., ἐπὶ χρημάτων, κτλ., ἔρχομαι, πρόσοδοι εἰσῆλθον ὁ αὐτ. Πόροι 5, 12. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ χοροῦ ἢ τῶν ὑποκριτῶν, ἔρχομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, παρουσιάζομαι, Πλάτ. Πολ. 580Β, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 9, κτλ.: - εἰσέρχομαι ὡς ἀγωνιστής, εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα Σοφ. Ἠλ. 700, πρβλ. Δημ. 331. 5, καὶ ἴδε ἐν λ. εἴσοδος ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, παρουσιάζομαι εἰς τὸ δικαστήριον Πλάτ. Γοργ. 522Β, Δημ. 571. 25· εἰς τοὺς δικαστὰς ὁ αὐτ. 1345. 2· ἐπὶ τῶν δικαστῶν, ὁ αὐτ. 318. 21. 2) ἐπὶ τῶν διαδίκων, μετ’ αἰτιατ., εἰσ. τὴν γραφὴν ὁ αὐτ. 261. 8· εἰσ. τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. 260. 20· εἰσ. δίκην ὁ αὐτ. 841. 9· οὕτω καί, εἰσ. τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 516. 8. 3) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἐμφανίζομαι εἰς τὸ δικαστήριον, Πλάτ. Ἀπολ. 29C, Δημ. 260. 19· οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8, εἰσελθόντες δ’ εἰς ὑμᾶς. 4) ἐπὶ τῆς δίκης, εἰσάγομαι, ποῦ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; Δημ. 940. 21. IV. εἰσέρχομαι εἰς ἀρχήν τινα, Ἀντιφῶν 146. 25· εἰσ. εἰς τὴν ὑπατείαν Δίων Κ. 41. 39. V. μεταφ., μένος ἄνδρας εἰσέρχεται, θάρρος ἐπέρχεται εἰς τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Ρ. 157· πείνῃ δ’ οὔποτε δῆμον ἐσέρχεται, πεῖνα δὲ οὐδέποτε ἐπέρχεται εἰς τὸν τόπον, Ὀδ. Ο. 407· οὕτως, ἰδόντα δὲ τὸν Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε, κατέλαβε γέλως, Ἡρόδ. 6. 125· ὥς με πόλλ’ εἰσέρχεται... ἄλγη Αἰσχύλ. Πέρσ. 845· πόθος μ’ εἰσέρχεται Εὐρ. Ι. Α. 1411· εἰσήλθέ νιν τάδε αὐτόθι 57: - ὡσαύτως μετὰ δοτ., εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις Σοφ. Ο. Κ. 372· ἔρως εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων... γένει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 678. 9· δέος εἰσ. τινι περί τινος Πλάτ. Πολ. 330D· ὑποψία εἰσ. τινι ὁ αὐτ. Λύσ. 218C: - ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς τὸν νοῦν τινος, Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 1. 24., 3. 14, Πλάτ. Θεαίτ. 147C. 2) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμ., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα, ἐπῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 42· ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι ὁ αὐτ. 7. 46· εἰσῆλθε δή με... φοβηθῆναι Πλάτ. Νόμ. 835D· ὡσαύτως, τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Ἡρόδ. 8. 137· εἰσελθέτω σε μήποθ’, ὡς... Αἰσχύλ. Πρ. 1002: - Πρβλ. εἴσειμι IV, ἐπέρχομαι Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσελεύσομαι, ao. εἰσῆλθον, etc.
I. entrer dans, entrer, acc. ou εἰς ou πρός et l’acc. ; fig. ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν THC entrer dans un traité, adhérer à un traité;
II. paraître en public :
1 comparaître devant un tribunal ; εἰσ. τὴν γραφήν comparaître pour soutenir un procès ; en parl. des juges entrer en séance;
2 paraître sur la scène ; entrer en lice;
III. fig. en parl. d’une pensée, d’un sentiment entrer dans l’esprit ou dans le cœur : τινα, τινι de qqn ; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς HDT il lui vint à l’esprit que ; avec un inf. : ἐσῆλθε γάρ με λογισάμενον κατοικτεῖραι ὡς HDT car, en réfléchissant, je me mis à déplorer que ; τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρᾶγμα HDT mais comme la pensée lui vint que l’événement avait une cause divine.
Étymologie: εἰς, ἔρχομαι.