ἀληθής

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθής Medium diacritics: ἀληθής Low diacritics: αληθής Capitals: ΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: alēthḗs Transliteration B: alēthēs Transliteration C: alithis Beta Code: a)lhqh/s

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. ἀλᾱθής, ές, (λήθω,

   A = λανθάνω: ἀληθὲς τὸ μὴ λήθῃ ὑποπῖπτον EM62.51):—unconcealed, so true, real, opp. false, apparent:    I Hom., opp. ψευδής,in phrases ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν, ἀγορεύειν, ἀληθὲς ἐνισπεῖν, Il.6.382, Od.13.254, 3.254, 247, al.; in Hdt. and Att. τὸ ἀληθές, by Trag. crasis τἀληθές, Ion. τὠληθές (Hdt.6.68, 69), or τὰ ἀληθῆ, by crasis τἀληθῆ, etc.; ἀληθέϊ λόγῳ χρᾶσθαι Hdt. 1.14, etc.; οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες 1.120; ἀληθεστάτη πρόφασις Th.1.23.    2 of persons, etc., truthful, honest (not in Hom., v. infr.), ἀ. νόος Pi.O.2.92; κατήγορος A.Th.439; κριτής Th.3.56; οἶνος ἀ. `in vino veritas', Pl.Smp.217e; ὁ μέσος ἀ. τις Arist.EN 1108a20.    3 of oracles, true, unerring, ἀλαθέα μαντίων θῶκον Pi. P.11.6, cf. S.Ph.993, E.Ion1537; of dreams, A.Th.710.    II of qualities or events, true, real, φίλος E.Or.424; ἀ. τὸ πραχθέν Antipho 1.6; genuine, ἀ. εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, οὐ κενόν Men.596.    2 realizing itself, coming to fulfilment, ἀρά A.Th.944.    III Adv. ἀληθῶς, Ion. -θέως, truly, Simon.5.1, Hdt.1.11, al., A.Supp.315, etc.    b actually, in reality, γένος τόδε Ζηνός ἐστιν ἀ. ib.585; ἀ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα Id.Ag.1244, cf. Th.1.22, etc.; τὴν ἀ. μουσικήν (sc. οὖσαν) Antiph.209.6:—ὡς ἀ. in the true way, really, E.Or.739, Pl. Phd.63a, etc.; ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀ. μήτηρ D.21.149: Comp. -εστέρως Pl. R.347e, -έστερον Antipho 3.3.4: Sup. -έστατα X.Mem.4.8.1.    2 neut. as Adv., proparox. ἄληθες; indeed? really? ironically, S.OT 350, Ant.758, E.Cyc.241, Ar.Ra.840, Av.174.    3 τὸ ἀληθές truly, Ion. τὠληθές Herod.7.70.    B not forgetting, careful, γυνὴ χερνῆτις ἀ. Il.12.433, cf. Nonn.D.24.233:—the sense honest is post- Hom. ἀληθ-ίζω, dye with genuine purple, PHolm.18.6.    II Med. -ίζομαι, = ἀληθεύω, Hdt.1.136, 3.72, Plu.2.230b, Alciphr.3.39, 59.

German (Pape)

[Seite 94] ές (λήθω), unverhohlen, aufrichtig, wahr; Hom. öfters ἀληθέα neutr., ἀληθέα μυθήσασθαι Iliad. 6, 882, ἀληθέα πάντ' ἀγορεύσω Od. 3, 254, ἀληθέα εἰπε 13, 254; einmal die Form ἀληθές, Od. 3, 247 σὺ δ' ἀληθὲς ἐνίσπες; einmal ἀληθής, Il. 12, 433 γυνὴ ἀληθής, ein redliches Weib; – ἀλαθεῖ νόῳ, mit aufrichtigem Sinne, Pind. O. 2, 92; ἀλ. κατήγορος Aesch. Sept. 421; θεὸς ἀλ. Eur. Ion. 1524. – Von Sachen: der Wahrheit gemäß, wirklich so beschaffen, zuverlässig und ächt, λόγος Her. 5, 41; Plat. Phaedr. 270 c, ἀρετή Phaed. 69 b; πίστις, ἐπιστήμη, dem ψευδής entgegengesetzt, Gorg. 454 d. Sehr geläufig ist die Vrbdg τἀληθές u. τἀληθῆ εἰπεῖν; πᾶν τἀλ. Soph. Trach. 453. Uebh. τὸ ἀληθές, das Wahre, die Wahrheit, auch adverb. gebraucht, in Wahrheit, wirklich, von Her. an oft. – Wahrhaftig, die Wahrheit sagend, z. B. ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ Rep. II, 382 e; – ἄληθες; mit so verändertem Ton, in ironischen Fragen: wirklich? in der That? Soph. O. R. 350 Ant. 754; Ar. Ach. 857 Ran. 840. – Adv. ἀληθῶς, ion. ἀληθέως, wirklich, in der That; auch mit subst., ὁ ἀληθῶς οὐρανὸς καὶ τὸ ἀληθῶς φῶς καὶ ἡ ὡς ἀληθῶς γῆ Plat. Phaed. 109 e; ἡ ἀλ. μουσική Antiphan. Ath. XIV, 648 e; Am häufigsten bei den Attikern ὡς ἀληθῶς, τὸν ὡς ἀληθῶς ἰατρόν Rep. I, 345 c; ἦ γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἀφιγμένος Eur. Or. 727. ἀληθίζομαι, die Wahrheit sagen, Her. 1, 136 u. öfter, immer im praes.; Plut., Luc. Apophth. p. 230 u. Sp. brauchen das act. in derselben Bdtg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθής: [ᾰ], Δωρ. ἀλᾱθής, ές, (λήθω, = λανθάνω, ἀληθὲς τὸ μὴ λῆθον, εἶπεν ὁ Ἡράκλειτος), ὁ μὴ κεκρυμμένος, μὴ ἀποκρυπτόμενος, ἄρα πραγματικός, ἀντίθετον τῷ ψευδὴς ἢ τῷ κατὰ τὸ φαινόμενον: Ι. παρ’ Ὁμήρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ ψευδής, ἐν φράσεσιν ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν ἀγορεύειν, ἀληθὲς ἐνισπεῖν, Ἰλ. Ζ. 382, Ὀδ. Ν. 254, Γ. 254, 247, καὶ ἀλλ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. τὸ ἀληθές, παρὰ Τραγ. μετὰ κράσ. τἀληθές, Ἰων. τὠληθὲς (Ἡρόδ. 6. 68, 69), ἢ τὰ ἀληθῆ μετὰ κράσ. τἀλῃθῆ, κτλ. ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ, Ἡρόδ. 1. 14, κτλ., ἀληθεστάτη πρόφασις, Θουκ. 1. 23. 2) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, τίμιος, εἰλικρινής, παρ’ Ὁμήρῳ ἅπαξ μόνον, ἀληθὴς γυνή, Ἰλ. Μ. 433· οὕτως, ἀλ. νόος, Πινδ. Ο. 2. 167· κατήγορος, Αἰσχύλ. Θήβ. 439· ἀλ. κριτής, Θουκ. 3. 56· οἶνος ἀλ. ἐστι, «in vino veritas», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7· ἀληθὲς εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 478. 3) ἐπὶ χρησμῶν, ἀληθής ἀψευδής, βέβαιος, Λατ. certus, ἀλαθέα μαντίων θῶκον, Πινδ. Π. 11, 11· πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1537, Σοφ. Φ. 993· ἐπὶ ὀνείρων, Αἰσχύλ, Θήβ. 692· πρβλ. ἀλήθεια, 1. 4. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων ἢ ἐπὶ συμβάντων, ἀληθής, πραγματικός, φίλος, Εὐρ. Ὀρ. 414, καὶ ἀλλ., τὸ πραχθέν, Ἀντιφῶν 112. 15. 2) τὸ ἐπαληθεῦον ἑαυτό, τὸ ἐκπληρούμενον, ἀρά, Αἰσχύλ. Θήβ. 946· πρβλ. Εὐμ. 796, καὶ ἴδε ἀληθινός. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀληθῶς, Ἰων. -θέως, ἀληθῶς, Σιμων. 5, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 310, κτλ. β) πράγματι, ὄντως, γένος, τὸ δὴ Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς, αὐτόθι 585· ἀλ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1244· οὕτω Θουκ. 1. 22, κτλ., τὴν ἀληθῶς μουσικὴν (ἐνν. οὖσαν), Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 6· ὡσαύτως, ὡς ἀληθῶς, Εὐρ. Ὀρ. 730, Πλάτ. Φαῖδρ. 63Α, κτλ.· ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς μήτηρ, Δημ. 563, 3· ὡς δὴ ἀληθέως, ὡς εἰ πράγματι, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω καὶ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες, οἱ πράγματι, ὁ αὐτ. 1. 120. 2) ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ. προπαροξυτόνως, ἄληθες; = itane? πράγματι; «ἀλήθεια;» εἰρωνικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 350, Ἀντ. 578, Εὐρ. Κύκλ. 241, Ἀριστοφ. Βάτρ. 840, Ὄρ. 174· πρβλ. ἐτεὸς ΙΙ: ― ἀλλὰ τὸ ἀληθές, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Λατ. revera, Πλάτ. Φαίδ. 102Β, κτλ.· οὕτω τὸ ἀληθέστατον, Θουκ. 7. 67.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 vrai, sincère, franc;
2 loyal, juste, équitable;
3 véridique : τὸ ἀληθές, τὰ ἀληθῆ la vérité;
4 véritable, réel ; adv. • τὸ ἀληθές PLAT véritablement, en réalité ; avec chang. d’accent dans les interr. • ἄληθες ; vraiment ? en vérité ? réellement ? ; qui se réalise : ἀρὰ ἀληθής ESCHL malédiction qui s’accomplit.
Étymologie: ἀ, λαθεῖν.

English (Autenrieth)

(λήθω): true; of a person, ‘honest,’ Il. 12.433, neut. sing. Od. 3.247, elsewhere only neut. pl.