δειλός

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλός Medium diacritics: δειλός Low diacritics: δειλός Capitals: ΔΕΙΛΟΣ
Transliteration A: deilós Transliteration B: deilos Transliteration C: deilos Beta Code: deilo/s

English (LSJ)

ή, όν, (δέος):    I of persons, cowardly, opp. ἄλκιμος, Il. 13.278; opp. ἀνδρεῖος, Pl.Phdr.239a, etc.: hence, vile, worthless, Il. 1.293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Od.8.351; opp. ἐσθλός, lowborn, mean, Hes.Fr.164; πλοῦτος καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ B. 1.50; ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴσιν Eup.289; of animals, Hdt.3.108: c.gen., δειλὸς μυάγρης afraid of .., AP9.410 (Tull. Sab.): c.inf., ib.6.232 (Crin.). Adv.-λῶς Theoc.Adon.15, Plu.2.26b.    2 more commonly, miserable, wretched, with a compassionate sense, δειλοὶ βροτοί poor mortals! Il.22.31, al.; ἆ δειλέ poor wretch! ἆ δειλοί poor wretches! 17.201, Od.20.351; ἆ δειλὲ ξείνων 14.361; Πατροκλῆος δειλοῖο Il.17.670.    II of things, miserable, wretched, γῆρας Hes.Op.113; δ. δ' ἐνὶ πυθμένι φειδώ ib.369; τὰ δ. κέρδη S.Ant.326; ἔργα, λόγος, etc., Thgn.307, E.Andr.757, etc.: Comp., Longin.2.1: Sup., Ar.Pl.123: neut. pl. as Adv., ὀχλεῖ μοι δειλὰ ὁ Τρωΐλος PIand. 11.4 (iii A.D.).—Trag. use δειλός chiefly in former sense, δείλαιος in latter.

German (Pape)

[Seite 537] (entstanden aus δεΙ-λο'Σ, Wurzel δε = δι, verwandt δέος, δείδω), a) furchtsam, feig, Ggstz von ἄλκιμος, Il. 13, 278; vgl. Arist. Eth. 2, 7, 3; oft bei Plat. u. a. Att.; Ggstz θρασύς Diphil. Ath. III, 35 d. Auch mit dem gen., vor etwas, σμίνθος – οὐδὲ μυάγρης δειλός Gemin. 9 (XI, 410). – b) überh. schlecht, schwach, verächtlich; δειλός τε καὶ οὐτιδανός Il. 1, 293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι Odyss. 8, 351. Dah. bei Theogn. Ggstz von ἀγαθός u. ἀμείνων, 393. 463; vgl. Hes. O. 711. – c) unglücklich, bejammernswerth, u. mit dem Ausdrucke mitleidigen Bedauerns, arm, oft Hom.; ὤ μοι ἐγὼ δειλός, weh mir Aermstem, Odyss. 5, 299; δειλοῖσι βροτοῖσιν, den armen Sterblichen, Iliad. 22, 31; Anrede ἆ δειλέ, Iliad. 17, 201, ἆ δειλοί, Odyss. 10, 431, ἆ δειλώ Iliad. 17, 443 Odyss. 21, 86; mit genitiv., ἆ δειλὲ ξείνων Odyss. 14, 361. 21, 288. So δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theocrit. 16, 43. Attisch heißt dies δείλαιος. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 17, 38. 22, 31. 23, 65 Herodian. 11, 441. 17, 201 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 30 Lehrs Aristarch. p. 122.

Greek (Liddell-Scott)

δειλός: -ή, -όν, (δέος) Ι. ἐπὶ προσώπων, ἄνανδρος, «φοβιτσιάρης», ἄψυχος, ἀντίθετον τῷ ἄλκιμος, Ἰλ. Ν. 278· ἐντεῦθεν, κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, φαῦλος, πρόστυχος, μηδαμινός, Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, ἔνθα ἴδε Nitzsch.· καὶ ὡσαύτως, ἀντίθ τῷ ἐσθλός, καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. ἀγαθός Ι. 1·― δειλός τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 6. 232. 2) συνηθέστερον, ἄθλιος, ἀτυχής, ταλαίπωρος, Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! οὕτως, ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυστυχής, ἐλεεινός, γῆρας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, λόγος, κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ δειλός κυρίως ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος μετὰ τῆς δευτέρας. Πρβλ. δεινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. craintif, d’où
1 timide ; en parl. de plantes δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;
2 lâche;
II. p. ext. :
1 vil, méprisable;
2 bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;
3 en gén. faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.
Étymologie: R. ΔϜι, craindre ; v. δείδω.

English (Autenrieth)

(root δϝι): (1) cowardly, Il. 1.293, Il. 13.278.—(2) wretched (wretch), miserable; esp. in phrase δειλοῖσι βροτοῖσιν, and ἆ δειλέ, δειλώ, δειλοί.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): dór. fem. -ά Theoc.27.52

• Morfología: [ép. gen. δειλοῖο Il.17.670; plu. dat. δειλοῖσι Il.22.31]
I 1c. ref. a la capacidad de acción miedoso, tímido, apocado, cobarde de pers. op. ἄλκιμος Il.13.278, op. ἀγαθός Sol.1.39, op. θρασύς S.Ai.1315, op. ἀνδρεῖος Pl.Phdr.239a, op. μάχιμος Hp.Aër.23
gener. ἀνήρ Archil.123.12, cf. Ar.Ach.664, Eq.390, Nu.1046, ἡμᾶς σὺ δειλοὺς ... φανεῖς; S.Ai.1362, αὔχημα ... καὶ δειλῷ τινι ἐγγίγνεται Th.2.62, πᾶς ἀκόλαστοςἄδικος ἢ δ. Ph.1.297, τούτους δειλοὺς νομίζειν I.AI 5.216, δειλοὺς καὶ ὀξυρρόπους ὄντας ἤκουε D.C.42.42.3, τί δειλοί ἐστε; Eu.Matt.8.26, Eu.Marc.4.40, cf. Hsch.
c. dat. ὁ ἄνθρωπος ... δ. τῇ καρδίᾳ el hombre ... temeroso en su corazón LXX De.20.8
c. giro prep. δειλότερος εἰς τὸ πλοῦν Chio 13.2, δ. ... πρὸς τὰ αἰσχρά cobarde para las cosas vergonzosas Plu.2.530f, δειλότατος ἐν τοῖς μεγίστοις τῶν κινδύνων D.C.45.39.4
abs. como exclam. ἀβέλτερε καὶ δειλότατε idiota y grandísimo cobarde Men.Sam.654, ὡς μάλα δειλά ¡qué tímida eres! Theoc.l.c.
de anim. cobarde, tímido ὄρτυγες D.P.Au.1.30, ἵππος Hierocl.Facet.10, c. ac. de rel. ψυχὴν δειλά Hdt.3.108
c. gen. σμίνθος ... οὐδὲ μυάγρης δ. un ratón que no teme la trampa, AP 9.410 (Tull.Sab.)
de plantas, c. giro prep. φυτὰ ... δειλὰ πρὸς χειμῶνας plantas temerosas de los rigores del invierno Plu.2.939c, c. inf. δειλαὶ δάκνεσθαι ἀμυγδάλαι almendras que temen ser mordidas, AP 6.232 (Crin.)
de abstr. γυναικῶν δειλὸν ... λόγον tímido lenguaje de las mujeres E.Andr.757, λογισμοὶ γὰρ θνητῶν δειλοί LXX Sap.9.14, δειλῇ καὶ ἀνελευθέρῳ φύσει πίστις οὐκ ἂν μετείη Sext.Sent.170
de una acción cobarde Luc.Nigr.19
subst. τὸ δειλόν la cobardía τὸ δειλὸν οὐδὲ τοῦ βίου πόθος E.HF 316, φεύγω τὸ δειλὸν τῇδε evito así la acusación de cobardía E.Or.783, τὸ δειλὸν ἀποκρίναντας I.AI 4.298
subst. ὁ δειλός el cobarde μὴ βουλεύου ... μετὰ δειλοῦ περὶ πολέμου no trates de guerra con el cobarde LXX Si.37.11, ὁ δ. ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ Ph.1.60, διαβάλλουσι ... τούς θαρσαλέους οἱ δειλοί Philostr.VS 515, τοῖς δὲ δειλοῖς ... τὸ μέρος los cobardes (tendrán) su parte en el infierno Apoc.21.8, σὺ ... ὃς δειλοῖς ἀεὶ συνηνέχθης Luc.DMort.12.2.
2 c. ref. a la capacidad de acción ante el trabajo, de pers. perezoso ὁρῶν σε δειλὸν ὄντα καὶ βραδύν Ar.Au.1336
subst. ὁ δειλός el hombre pasivo, el perezoso νόσος δειλοῖσιν ἑορτή Antipho Soph.B 57.
3 c. ref. a una valoración moral o social, de pers. vil, despreciable, de poco valor, de baja condición de Aquiles δ. τε καὶ οὐτιδανός Il.1.293, ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ pues mala es la soberbia para un hombre de baja condición Hes.Op.214, ἐν πενίῃ δ' ὅ τε δ. ἀνὴρ ... φαίνεται Thgn.393, πλοῦτος δὲ καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ B.1.161, δειλαὶ δυστοκέες ... ἀλετρίδες Call.Del.241
prov. cóm. αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν los nobles sin ser invitados van a los banquetes de los plebeyos Eup.315
op. ἀγαθός Praxill.3
de abstr. de poco valor, mezquino, vil δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι de poco valor son las garantías ofrecidas por los viles, Od.8.351, δειλὴ ... φειδώ una economía mezquina Hes.Op.369, ἔργα Thgn.307, δειλὰ κέρδη ganancias obtenidas por medios viles S.Ant.326, τὰ φυσικὰ ἔργα ... δειλότερα καθίσταται Longin.2.1, ἦθος Vett.Val.48.19.
4 c. ref. a la suerte desgraciado, infortunado de pers. Πατροκλῆος δειλοῖο μνησάσθω Il.17.670, βροτοί Il.22.31, ἔμε δείλαν Alc.10.1, cf. Call.Lau.Pall.89, A.R.1.279, 3.262, 636, 771, Opp.C.3.229, Q.S.5.546, δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theoc.16.43, κούρη Opp.C.1.497, ἀνήρ Opp.H.2.155, Ἀλκιμάχεια Nonn.D.35.376, cf. 46.338, op. ὄλβιος Emp.B 132
abs. como exclam. ἆ δείλ' desgraciado, Il.17.201, A.R.2.244, IG 22.10073.10 (II/III d.C.), Q.S.6.41, ἆ δειλοί Od.20.351, Q.S.11.217, 12.540, cf. Orph.A.1226, Q.S.1.100, 3.455, Nonn.D.6.259, 30.207, c. gen. ἆ δειλὲ ξείνων Od.14.361, ἆ δ. Βασιλέων Call.Dian.255, c. dat. ὤ μοι ἐγὼ δ. ¡ay, desgraciado de mí! Thgn.1107
de abstr. infortunado, triste γῆρας Hes.Op.113
neutr. plu. δειλά cosas tristes, malas e.e. desgraciadas op. ἐσθλά Hes.Fr.273, Emp.B 15.
5 en sent. posit. reverente, temeroso de Dios de un obispo ὥστε εἰ καὶ νέος, ἀλλὰ πρᾶος ὑπαρχέτω δ. τε καὶ ἡσύχιος Const.App.2.1.5.
II adv. -ῶς con miedo, cobardemente ἔβαινε Theoc.Adon.15, προσκυνεῖν Plu.2.26b, ἀτόλμως καὶ δ. διακείμενοι Aen.Tact.16.20, cf. Poll.1.159. • DMic.: de-we-ro.

• Etimología: De *δϝειλός o de *δϝει-ελος, deriv. de la raíz que da lugar a δείδω q.u., e.e. < *du̯e-H3- ‘dos’.