οὐδέποτε
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
in Ion. Prose οὐδέκοτε, Dor. οὐδέποκα prob. in IG22.1126.5 (cf. μηδέποκα ib. 11), etc.:—Conj. and Adv.
A and not ever or nor ever, not even ever or never, in Hom. mostly with past tenses, Il.1.155, 5.789, al.: but with pres., Od.10.464, Hes.Th.759: with fut., Od.2.203, Hes.Op.176; in Att., οὐδέποτε is commonly found with pres. or fut. (or its equivalent, as in οὐδέποτε μὴ λειφθῇ SIG800.29 (Lycosura, i A. D.)), οὐδεπώποτε with past tenses, so οὐδέποτε ἐπὶ μέλλοντος... ἐπὶ δὲ παρῳχημένου τὸ οὐδεπώποτε Phryn.PSp.91 B.: but οὐδέποτε occurs with past tenses in Com.Adesp.23 (cited by Phryn. l.c.), X.An.2.6.13, Ages.11.7, Oec.20.22, Aeschin.3.151, Men.653; cf. οὐδέποτε tam in praeterito quam in futuro, quomodo et nos 'nunquam', Priscian.Inst. 18.257: in late writers the reference of πω to past time was neglected, v. οὐδεπώποτε, and cf. ἐξ ὧν ἀνάγκη . . μηδεπώποτε ἐλευθερίας ἐπιτυγχάνειν D.Chr.14.1; cf. οὐδέπω, οὔποτε, οὔπω, οὐπώποτε, also μηδέποτε, μηπώποτε.—In Hom. οὐδέ ποτε shd. prob. be written divisim: sts. a word is put between, as in Il.6.99.
German (Pape)
[Seite 410] ion. οὐδέκοτε, auch nicht jemals, d. i. niemals, nie; gew. mit dem Präteritum, und in Bezug auf eine andere Zeitdauer, ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς, οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων οἴχνεσκον, Il. 5, 788; οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ, 9, 471, u. sonst; auch getrennt, οὐδ' Ἆχιλῆά ποθ' ὧδέ γ' ἐδείδιμεν, 6, 99; u. so auch in Prosa, wiewohl selten (vgl. οὐδεπώποτε); φιλίᾳ ἑπομένους οὐδέποτ' εἶχεν, Xen. An. 2, 6, 13; vgl. Lob. Phryn. p. 458; – auch c. praes., Od. 10, 565; Hes. Th. 759, wie Plat. Gorg. 473 b; – c. fut., Od. 2, 203; Hes. O. 178; οὐκ ἔμελλον ἄρα λείψειν οὐδέποτε, Soph. Phil. 1073; – öfter auch zweimal neben einander, 1182; u. so gew. in Prosa, Plat. Phil. 37 b Soph. 261 c u. sonst. – Uebrigens schwankt die Schreibart oft, u. es wird bald in einem Worte, bald getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδέποτε: παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις, οὐδέκοτε, Δωρ οὐδέποκα Θεόκρ. 2. 157, κτλ.· ἐπίρρ., Λατιν. ne unquam quidem, nunquam, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ παρῳχημένων χρόνων· ἀλλὰ μετ’ ἐνεστ., Ὀδ. Κ. 464, Ἡσ. Θ. 759· μετὰ μέλλ., Ὀδ. Β. 203, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 174· ― παρ’ Ἀττ. τὸ οὐδέποτε συνήθως εὕρηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., τὸ δὲ οὐδεπώποτε μετὰ παρῳχημένων χρόνων· καὶ αὕτη ἡ σπουδὴ περὶ τὴν γραμματικὴν ἀκρίβειαν παρήγαγε τὸν κανόνα τοῦ Φρυνίχου, τὸ οὐδέποτε ἐπὶ μέλλοντος..., οὐδεπώποτε δὲ μετὰ παρεληλυθότος· ἀλλ’ ὅμως τὸ οὐδέποτε ἀπαντᾷ μετὰ παρῳχημένου χρόνου παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν συγγραφέων, Ξεν. Ἀν. 2, 6, 13, Ἀγησ. 11, 7, Ἑκ. 20, 22, Αἰσχίν. 75. 8, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 107· ― καὶ προφανῶς ὁ κανὼν τοῦ Πρισκιαν. (Γραμμ. 18. 1196) εἶναι πολλῷ λογικώτερος, οὐδέποτε tam in praeterito quam in futuro, quomodo et nos ‘nunquam’· οἱ μεταγεν. ἠμέλησαν νὰ ἀναφέρωσι τὸ πω εἰς τὸ παρελθόν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· ― αἱ αὐταὶ παρατηρήσεις ἐφαρμόζονται εἰς τὰ οὔποτε, οὔπω, οὐδέπω, οὐπώποπε, ὡς καὶ εἰς τὰ μηδέποτε, μηπώποτε· ― ὁ Wolf. ἐν Ὁμ. ἐνίοτε γράφει οὐδέποτε, ἄλλοτε οὐδέ ποτε· ἐνίοτε δὲ λέξις τις παρεντίθεται ὡς: οὐδ’ Ἀχιλῆά ποθ’ ὧδέ γ’ ἐδείδιμεν Ἰλ. Ζ. 99.
French (Bailly abrégé)
adv.
jamais.
Étymologie: οὐδέ, ποτέ.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from οὐδέ and ποτέ; not even at any time, i.e. never at all: neither at any time, never, nothing at any time.
English (Thayer)
adverb, denying absolutely and objectively (from οὐδέ and πότε, properly, not ever) (from Homer down), never: did ye never, etc.: Mark 2:25.
Greek Monolingual
(ΑΜ οὐδέποτε, Α ιων. τ. οὐδέκοτε δωρ. τ. οὐδέποκα και, στον Όμ., οὐδέ ποτε)
επίρρ. ούτε μια φορά, ποτέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ποτέ (πρβλ. μηδέ-ποτε)].