διαφυλάσσω

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠλάσσω Medium diacritics: διαφυλάσσω Low diacritics: διαφυλάσσω Capitals: ΔΙΑΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: diaphylássō Transliteration B: diaphylassō Transliteration C: diafylasso Beta Code: diafula/ssw

English (LSJ)

Att. διαφυλάττω, Cret. διαφυλάδδω (written διαφυλάδω), GDI5169.11, al.:—

   A watch closely, guard carefully, τὰ τείχεα, τὴν πόλιν, Hdt.6.101, 133; τὴν πάροδον Lys.2.30; τὰ ἀγαθά Isoc.2.6, cf. SIG577.15 (Milet., iii/ii B.C.); esp. of providential care, LXXPs.90(91).11,al., cf.PGiss. 17.7 (Hadr.), etc.:—Med., guard for oneself, πόλιν E.IA369.    2 observe closely, τὰ μέτρα Hdt.2.121.ά.    3 observe, maintain, τοὺς νόμους Pl.Lg.951b, cf. SIG1044.10 (Halic., iv/iii B.C.), PTeb.25.3 (ii B.C., Pass.); εἰρήνην Philipp. ap. D.18.78; τὴν πρός τινα πίστιν Plb. 1.78.8; εὔνοιαν IG12(7).241.22 (Amorgos, iii B.C.); δ. τὸ μὴ σπουδάζειν guard against being too particular... Pl.Plt.261e; πλῆθος δ. ὅτι μάλιστα ταὐτὸν αὑτῶν εἶναι take care that... Id.Criti.112d.    4 remember, retain, Luc. Tim.1, Cont.7.

German (Pape)

[Seite 612] att. -άττω, bewachen, bewahren, erhalten, Her. 2, 121, 1. 8, 107; τὸ μὴ σπουδάζειν, d. i. dabei bleiben, Plat. Polit. 261 c, u. öfter; Arist. rhet. 1, 4; εἰρήνην Dem. 18, 78; πίστιν, Pol. 1, 18, 8; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 1; im Gedächtniß behalten, Luc. cont. 7. Auch im med., Eur. I. A. 369; πόλιν Isocr. 6, 54; oft neben διασώζειν.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, φυλάττω ἐπιμελῶς, ἀγρύπνως, τὰ τείχεα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 6. 101, 133· τὴν πάροδον Λυσ. 193. 29, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φυλάττω χάριν ἐμαυτοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 369. 2) παρατηρῶ καλῶς, τὰ μέτρα Ἡρόδ. 2. 121, 1. 3) διατηρῶ, τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 951Β· εἰρήνην Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 24· δ. τὸ μὴ σπουδάζειν Πλάτ. Πολιτ. 261Ε· δ. ὅτι…, προσέχω ὥστε…, ὁ αὐτ. Κριτί. 112D.

French (Bailly abrégé)

f. διαφυλάξω, ao. διεφύλαξα, etc.
1 garder avec soin (des remparts, une ville, etc.) acc.;
2 observer avec soin, acc. ; fig. observer, maintenir (des lois, la paix, etc.);
3 garder le souvenir;
Moy. διαφυλάσσομαι faire bonne garde, veiller sur.
Étymologie: διά, φυλάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω, cret. -δω ICr.2.5.17.11 (Axo III a.C.)

• Morfología: [pres. inf. διαφυλάδεν ICr.l.c.]
I tr.
1 en cont. milit. proteger, vigilar atentamente τὰ τείχεα Hdt.6.101, τὴν πάροδον Lys.2.30, τὴν ἄκραν X.Cyr.7.2.7, τὰ πλοῖα X.HG 1.1.36, τὸ φρούριον IEphesos 2001.2 (IV/III a.C.), τὴν ἐλευθερίαν ἅμα καὶ χώραν διεφύλαξαν Aristid.Or.1.214, cf. Aen.Tact.40.1.
2 vigilar, cuidar con especial dedicación c. ac. de pers. y dat. τίς διαφυλάξει τήνδε τῇ βουλῇ λαβών; Ar.Pax 878, διαφυλάξαι αὐτῷ τὴν γυναῖκα X.Cyr.5.1.2, ἅς τε παρέλαβε πόλεις διεφύλαττεν αὐτῷ X.HG 3.1.13
sólo c. ac. de pers. prestar atención a, vigilar τὸν τοιόνδε διαφύλαξον, ὅπως μὴ ἐμεῖται Hp.Acut.(Sp.) 51
amparar, proteger ἱερεῦ, διαφύλαξόν με Ar.Ra.297, esp. del cuidado providencial διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ LXX Ge.28.15, τοῖς ἀγγέλλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε LXX Ps.90.11
en fórmulas de despedida σε ... εὐθυμοῦντα ἡ ἀγαθὴ πρόνοια διαφυλάξιεν (sic) PRoss.Georg.3.9.23 (IV d.C.), cf. PAbinn.6.25 (IV d.C.)
cuidar, gobernar ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν (Atenas), Th.2.65, τὸ ἱππικόν E.Supp.682.
3 c. ac. de pers. y ἀπό c. gen. mantener lejos de, guardar de δ. σε ἀπὸ γυναικὸς ὑπάνδρου LXX Pr.6.24, frec. en formularios mág. θεοί, διαφυλάξατε Εὐγενίαν ... ἀπὸ παντὸς κακοῦ SEG 38.1926.27 (IV d.C.), cf. PMag.Christ.3.3, Suppl.Mag.6.7, διαφύλαξόν με ἀπὸ πονηροῦ παντὸς δαίμονος PMag.4.2515, cf. GMA 52.6.
4 mantener, conservar frec. c. ac. de abstr. τὴν παροῦσαν δόξαν Isoc.4.91, τοὺς νόμους Pl.Lg.951b, cf. Arsameia 187 (I a.C.), τὴν εἰρήνην τῇ χώρᾳ IG 22.682.33 (III a.C.), τὴν ἀρχήν Plb.15.3.6, τὴν πίστιν Plb.18.35.2, τὴν τοῦ πατρὸς ... περὶ τὸ ἱερὸν ... εὔνοιαν IG 11(4).542.9 (Delos III a.C.), εἰς τὸ λοιπὸν τὴν πρὸς ἡμᾶς φιλίαν IPr.71.34 (II a.C.), τὴν πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβειαν SEG 22.110.53 (Atenas I a.C.), τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῖς ἔνδοξα καὶ τίμια ICr.l.c., τὴν ἐλπίδα Manes 25.5, ἱστορίαν τινα Plu.2.27d, τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος Luc.Tim.3
c. ac. y pred. ὁλόκληρον ἑαυτὸν διαφυλάξαι Aesop.120, δ. εὐσχημονοῦντας αὐτούς Plu.2.14e, en v. med.-pas. κοιλίη δὲ εὔλυτος ἀμείνων διαφυλάσσεσθαι Hp.Mul.1.11
c. dat. de pers. τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν Plb.15.25.4, cf. Isoc.9.26, Aristid.Or.35.8, διαφυλάσσω δὲ ὑμεῖν ... πάνθ' ὅσα παρ' αὐτοῦ τείμια mantengo para vosotros cuantos privilegios recibisteis de él, SEG 39.910.7 (Tasos I d.C.), ἅπασι ... βαίβαιον (l. βέ-) διαφυλάσσωι (sic) τὴν Ἀλεξανδρέων πολειτείαν PLond.1912.54 (I d.C.), en v. pas. εὐκλεᾶ γὰρ ἐόντα πᾶσιν ἀνθρώποισιν διαφυλάσσεται Hp.Decent.18, αὕτη γὰρ ἡ τιμὴ τοῖς συγγένεσι διεφυλάττετο Ath.48e, c. ἐν y dat. ἵνα ὁ τοῦ ὁμοουσίου λόγος διαφυλάχθῃ ἐν τῇ ἑνóτητι τῆς φύσεως Basil.Ep.214.4.
5 observar, cumplir exactamente τὰ μέτρα Hdt.2.121α, διαφυλάξαι ἃ ἐδέδοκτο αὐτῇ observar las (normas) que se había dado a sí misma (la ciudad) Pl.Mx.244e, διαφυλάξειν τὴν ἐπάνο θρησκήαν (sic) κατὰ τὴν δόσιν SEG 30.622.13 (Tesalónica I d.C.)
poner especial atención κἂν διαφυλάξῃς τὸ μὴ σπουδάζειν Pl.Plt.261e, διαφύλαττε ... τό τ' ἐπιδακρύειν cuida bien de llorar Men.Sic.359.
6 en v. med. conservar para sí ἀδύνατοι γεγῶτες αὐτοὶ διαφυλάξασθαι πόλιν E.IA 369.
II intr., en v. med.-pas.
1 conservarse, mantenerse c. pred. ἀκίνδυνοι διεφυλάχθησαν Aesop.39b.
2 abstenerse μέγιστον ἡγέου ... διαφυλάσσεσθαι, ἕως ἂν διάθερμοι γένωνται σφόδρα Hp.Acut.(Sp.) 13.

English (Strong)

from διά and φυλάσσω; to guard thoroughly, i.e. protect: keep.

English (Thayer)

1st aorist infinitive διαφυλάξαι; from Herodotus down; to guard carefully: τινα, διαφυλαττοι, διαφυλαξοι ὑμᾶς ὁ Θεός, cf. Theodoret. iii., pp. 800,818, 826 (editions Schulze, Nosselt, etc. Hal.)." Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 16.

Greek Monolingual

και -ττω (ΑΝ)
διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό
αρχ.-μσν.
(για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα»)
αρχ.
1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου
2. παρατηρώ καλά
3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.)
4. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου («μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ τῶν ἀδικούντων διαφυλάττον», Λουκ.)
5. φρ. «διαφυλάσσω ὅτι» — προσέχω ώστε.

Greek Monotonic

διαφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακολουθώ προσεκτικά, περιφρουρώ στενά, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., φυλάω για χάρη μου, για λογαριασμό μου, σε Ευρ.
2. παρατηρώ, διατηρώ προσεκτικά, τὰ μέτρα, σε Ηρόδ.
3. παρακολουθώ, περιφρουρώ, προφυλάσσω, τοὺς νόμους, σε Πλάτ.· δ. τὸ μή, με απαρ., περιφρουρώ ενάντια στο να είναι..., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠλάσσω: атт. διαφῠλάττω
1) тщательно охранять (πόλιν Her., Isocr., med. Eur.; πάροδον Lys.; τὰ τείχη Plut.);
2) хранить, соблюдать, блюсти (τοὺς νόμους Plat.; εἰρήνην Dem.; πίστιν Polyb.): δ. ὅτι … Plat. и ὅπως … Arst. следить за тем, чтобы …; δ. τὸ μὴ σπουδάζειν ἐπί τινι Plat. оставаться равнодушным к чему-л.;
3) сохранять в памяти (τι Luc.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
1. to watch closely, guard carefully, Hdt., etc.; Mid. to guard for oneself, Eur.
2. to observe closely, τὰ μέτρα Hdt.
3. to observe, maintain, τοὺς νόμους Plat.; δ. τὸ μή, c. inf., to guard against being . . , Plat.