βούβρωστις

From LSJ
Revision as of 18:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβρωστις Medium diacritics: βούβρωστις Low diacritics: βούβρωστις Capitals: ΒΟΥΒΡΩΣΤΙΣ
Transliteration A: boúbrōstis Transliteration B: boubrōstis Transliteration C: voyvrostis Beta Code: bou/brwstis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).

German (Pape)

[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).

Greek (Liddell-Scott)

βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.

English (Autenrieth)

(βοῦς, βιβρώσκω): ravenous hunger, Il. 24.532†.

Greek Monolingual

βούβρωστις, η (Α)
1. μεγάλη πείνα, βουλιμία
2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του Καλλίμαχου καθώς και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «μεγάλη πείνα», ενώ μαρτυρείται και ότι η Βούβρωστις ήταν θεότητα προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν ταύρος. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό μόρφημα βου- (< βους) (πρβλ. βούλιμος, βούπεινα), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. βρώστις (< βιβρώσκω), πιθ. κατά το συνών. νήστις. Κατ' άλλην άποψη, η λ. βούβρωστις < βουβρώς τις «είδος αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «μεγάλη πείνα» ήταν μτγν. και προήλθε από παρανόηση].

Greek Monotonic

βούβρωστις: -εως, ἡ (βι-βρώσκω), μεγάλη πείνα, βουλιμία· μεταφ., καταθλίβουσα πενία, δυστυχία, αθλιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βούβρωστις: εως ἡ
1) неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);
2) перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ravenous appetite (Ω 532), also personified as goddess (like Πενία).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: The meaning is not quite certain. Hunger does not fit too well in Homer, and the ancients interpret οἶστρος gadfly. Seems to have an augmentative βου- (Schwyzer 434) like (the synonyms?) βούλιμος, βούπεινα, with a second element to βιβρώσκω; after νῆστις (Risch 35), but as an agent noun (as in ἄμπωτις, s. v.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
eating enormously: metaph. grinding poverty or misery, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούβρωστις -εως, ἡ βου-, βιβρώσκω reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.