περιέλασις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εως, ἡ,
A driving about, Hp.Aër.20 (pl.); hurling about, cj. in Plu.2.916d (pl.). II place for driving round, roadway, Hdt. 1.179.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumtreiben, Herumfahren, τὸ μέσον τῶν οἰκημάτων ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν, Raum zum Herumfahren, Her. 1, 179.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ περιελαύνειν, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292. ΙΙ. τόπος πρὸς περιέλασιν, λεωφόρος, Ἡρόδ. 1. 179.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
espace où l’on peut circuler à cheval.
Étymologie: περιελαύνω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α περιελαύνω
1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.)
2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι
3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος.
Greek Monotonic
περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τόπος για περιέλαση, πέρασμα, λεωφόρος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιέλᾰσις: εως ἡ место для объезда или проезда: τὸ μέσον ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν Her. середину оставили для проезда четверки лошадей.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιέλασις -εως, ἡ [περιελαύνω] het rondrijden. Hp. Aër. 20. rondweg:. τεθρίππῳ π. rondweg voor een vierspan Hdt. 1.179.3.
Middle Liddell
περιέλᾰσις, εως,
a place for driving round, a roadway, Hdt. [from περιελαύνω