ἀναγορεύω

From LSJ
Revision as of 11:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰγορεύω Medium diacritics: ἀναγορεύω Low diacritics: αναγορεύω Capitals: ΑΝΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: anagoreúō Transliteration B: anagoreuō Transliteration C: anagoreyo Beta Code: a)nagoreu/w

English (LSJ)

Aeschin.3.3: impf. ἀνηγόρευον ib.122: fut.

   A -εύσω Plu.Galb.21: aor. -ηγόρευσα Docum. ap. D.18.54, IG7.4148, Plb.18.29.4:—Pass., aor. -ηγορεύθην X.Cyn.1.14, Plu.2.176e: pf. -ηγόρευμαι Id.Mar.45:— fut., aor., and pf. in classic authors are mostly supplied by ἀνερῶ, ἀνεῖπον, ἀνείρηκα, also aor. Pass. ἀνερρήθην Aeschin.3.45:—proclaim publicly, ib.122, etc.; ἀ. κήρυγμα make public proclamation, Plb. l. c.; ἀ. τινὰ αὐτοκράτορα Plu.Galb.2:—Pass., to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Pl.Lg.730d, cf. D.18.319, Aeschin.3.45: = Lat. renuntiari, ὕπατος ἀνηγορευμένος Plu.Mar.45, cf. 2.470d.    2 designate, ἀ. τινὰς τῶν δήμων call after their demes, Arist.Ath.21.4:—Pass., φιλοπάτωρ -ευθῆναι X. l. c.

German (Pape)

[Seite 184] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; κήρυγμα Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰγορεύω: καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων ἀνερῶ, ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. ἀγορεύω, ἀνακηρύττω δημοσίᾳ, Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. κήρυγμα, ἀπαγγέλλω δημοσίᾳ κήρυγμα (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω νικηφόρος Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., ὡσαύτως, καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, λαμβάνω τὸ ὄνομα, φιλοπάτωρ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνηγόρευον, ao. ἀνηγόρευσα, pf. inus.
Pass. f. ἀναγορευθήσομαι, ao. ἀνηγορεύθην, pf. ἀνηγόρευμαι;
faire connaître publiquement, proclamer.
Étymologie: ἀνά, ἀγορεύω.

Spanish (DGE)

1 anunciar públicamente, pregonar ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας ... ἥκειν Aeschin.3.122, ἐν ἐκκλησίᾳ CIG 4028, IG 22.1629a.196 (IV a.C.), καθότι ἂν κριθεῖ IG 12.84.41 (V a.C.), ἀ. κήρυγμα dar un pregón Plb.18.46.4, cf. 18.46.8, A.Al.9a.1.3
llamar a juicio PHamb.29.8 (I a.C.)
de un dios en un rito mágico πάντα ἀναγορεύεις pregonas todo, PMag.7.242
en v. med. divulgarse ὥστε τὴν φήμην ἐκ φωνῆς τυχόντων ἀναγορεύεσθαι πανταχῇ PMasp.97ue.D89.
2 c. sent. honorífico proclamar ἀναγορεῦσαι τε τὸν στέφανον Hp.Ep.25, καὶ ἀναγορεύειν τὸν κήρυκα ὧν ἕνεκα στεφανοῦται IG 12(7).22.35 (III a.C.), en v. pas. ὁ στέφανος ἀναγορευθεῖ IG 22.555.16 (IV a.C.), ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι στεφανούμενον Aeschin.3.44, ὅπως ... ἀναγορεύωνται ... αὗται αἱ τιμαί ZPE 5.291.24
c. ac. de pers. y predic. proclamar, nombrar públicamente αὐτοκράτορα Γάλβαν ἀναγορεῦσαι Plu.Galb.2, cf. I.BI 4.601, Plu.2.58e, Hdn.4.4.8
esp. en v. pas. ser proclamado, nombrado ὕπατος δὲ πρῶτος ἀνθρώπων ἑπτάκις ἀνηγορευμένος Plu.Mar.45, βασιλεὺς ἀναγορευθείς Plu.2.176e, cf. 2.470c, Cic.9, Phleg.12.12, ἀναγορευθῶσιν ὅτι· ὁ δῆμος ... sean objeto de una proclamación: «El pueblo ...», ZPE 5.290.21
tb. ser proclamado, calificado de ὁ μέγας ἀνὴρ ... καὶ τέλειος οὗτος ἀναγορευέσθω Pl.Lg.730d, ὥστε μόνος φιλοπάτωρ ... ἀναγορευθῆναι X.Cyn.1.14, νικῶν ἀνηγορεύετο D.18.319
en v. act. llamar (Χριστός) ὃν «ἥλιον δικαιοσύνης» ἀναγορεύουσιν αἱ γραφαί Origenes Cant.2.p.126.31
c. gen. dar el nombre de τῶν δήμων Arist.Ath.21.4.

Greek Monolingual

ἀναγορεύω)
απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω
νεοελλ.
1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω
2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω
3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ
αρχ.
δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α)- + ἀγορεύω.
ΠΑΡ. αναγορειά, αναγόρευμα, αναγόρευση(-ις), αναγορεύσιμος, αναγορευτής].

Greek Monotonic

ἀνᾰγορεύω: παρατ. -ηγόρευον, μέλ. -εύσω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα — Παθ. αόρ. αʹ -ηγορεύθην, παρακ. -ηγόρευμαι· (αλλά ο μέλ. και αόρ. συμπληρώνονται κυρίως από το ἀν-ερῶ, ἀν-εῖπονανακηρύσσω δημόσια, σε Αισχίν. — Παθ., ανακηρύσσομαι, ἀναγορευέσθω νικηφόρος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰγορεύω: публично объявлять (κήρυγμα Polyb.; τι ὑπὸ κηρύκων Plut.); провозглашать (τινά τινα Plut.): ἀ. τινὰ ἥκειν Aeschin. объявить кому-л. приказ явиться; νικῶν ἀνηγορεύετο Dem. он был объявлен победителем.

Middle Liddell

[fut. and aor. are mostly supplied by ἀν-ερῶ, ἀν-εῖπον.]
to proclaim publicly, Aeschin.:—Pass. to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Plat.