συμπράσσω

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπράσσω Medium diacritics: συμπράσσω Low diacritics: συμπράσσω Capitals: ΣΥΜΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: symprássō Transliteration B: symprassō Transliteration C: symprasso Beta Code: sumpra/ssw

English (LSJ)

Att. συμπράττω, Ion. συμπρήσσω :—

   A join or help in doing, τινί τι A.Pr.297 (anap.); σωτηρίαν E.IT980; σ. τινὶ τἀγαθά assist one in procuring what is good, Arist.Rh.1381b23, cf. EN1167a1, IG12.106.18: c. acc. rei, σ. τὰ ἄλλα S.Aj.1396; ξ. τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.4.74; εἰρήνην help in negotiating, X.Ages.7.7: c. dat. pers. only, act with, cooperate with, Th.3.101, Isoc.18.7, etc.; τινὶ περί τινος X.An.5.4.9; ὑπέρ τινος Plb.28.7.2; σ. ὥστε γενέσθαι τι X.Cyr.3.2.28, etc.; σ. τινὶ ὅπως ἕξει Isoc.4.126.    2 abs., lend aid, cooperate, δεῖ σ' . . αὐτὸν εἰκαθόντα σ. S.Tr.1177, cf. Lys.12.85, etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Th.4.67, 8.14, X.HG3.3.10.    II intr., σὺν κακῶς πράσσουσι σ. κακῶς share in others' woe, E.Heracl. 27.    III Med., assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.5.94.

German (Pape)

[Seite 989] att. -ττω, ion. συμπρήσσω (s. πράσσω), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie πράττω, in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν συμπράσσω κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, ὅπως ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.

Greek (Liddell-Scott)

συμπράσσω: Ἀττικ. -ττω· Ἰωνικ. -πρήσσω. Ἀπὸ κοινοῦ πράττω, συμβοηθῶ εἰς τὴν πρᾶξιν, τινί τι Αἰσχύλ. Πρ. 295, Εὐρ. Ι. Τ. 980, Ἡρακλ. 451, Ξεν., κλπ.· συμ. τινὶ τἀγαθά, βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 25, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 2 ― μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, σ. τὰ ἄλλα Σοφ. Αἴ. 1396· ζ. τὰ τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 4. 74· σ. εἰρήνην, συνεργῶ εἰς διαπραγμάτευσιν, συνδιεξάγω, Ξεν. Ἀγησ. 7, 7· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, ἐνεργῶ μετά τινος, συνεργῶ, συντελῶ, τινι Θουκ. 3. 101, Λυσί. 128. 5, Ἰσοκρ. κλπ.· τινὶ περί τινος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 9· ὑπέρ τινος Πολύβ. 28. 7, 2· σ. ὥστε γενέσθαι τι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 28, κτλ.· σ. τινὶ ὅπως ἕξει Ἰσοκρ. 67Β. 2) ἀπολ., παρέχω βοήθειαν, βοηθῶ, ἀντίθετον τῷ ἀντιπράσσω, Σοφ. Τρ. 1177, Ξεν., κλπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, οἱ σύμμαχοι, Θουκ. 4. 67., 8. 14, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσω κακῶς, μετέχω τῆς δυστυχίας αὐτοῦ, Εὐρ. Ἡρακλ. 27. ΙΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς ἐκδίκησιν, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγὰς Ἡρόδ. 5. 94· πρβλ. συνεκπράσσομαι.

French (Bailly abrégé)

faire qch avec qqn ; assister, aider, secourir : τινι qqn ; τι en qch ; τινι ὥστε avec un inf. XÉN qqn pour que ; οἱ συμπράσσοντες THC les confédérés;
Moy. συμπράσσομαι aider à réclamer ou à venger : Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς HDT aider Ménélas à venger l’enlèvement d’Hélène.
Étymologie: σύν, πράσσω.

Greek Monolingual

Α
βλ. συμπράττω.

Greek Monotonic

συμπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -ξω,
I. 1. συμμετέχω σε κάτι ή βοηθώ, συνεργώ να γίνει κάτι, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· συμπράσσω τινὶ τἀγαθά, βοηθώ κάποιον να προμηθευτεί ό,τι είναι καλό, σε Αριστ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.· συμπράττω εἰρήνην, βοηθώ στις διαπραγματεύσεις για ειρηνευτική συμφωνία, σε Ξεν.· με δοτ. προσ. μόνον, ενεργώ από κοινού, συνεργάζομαι με, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.
2. απόλ., παρέχω βοήθεια, συνεργάζομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· οἱ ξυμπράσσοντες, σύμμαχοι, σε Θουκ.
II. αμτβ., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς, μοιράζομαι τη δυστυχία κάποιου, σε Ευρ.
III. Μέσ., βοηθώ στην εκδίκηση, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συμπράσσω: атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω
1) содействовать, помогать: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ ὑπέρ τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;
2) действовать вместе, сотрудничать (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. (v. l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;
3) med. совместно мстить, помогать отмщению (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).

Middle Liddell

attic -ττω ionic -πρήσσω fut. ξω
I. to join or help in doing, τί τινι Aesch., Eur., etc.; ς. τινὶ τἀγαθά to assist one in procuring what is good, Arist.: —c. acc. rei only, Soph.; ς. εἰρήνην to help in negotiating peace, Xen.; c. dat. pers. only, to act with, cooperate with, τινί Thuc., etc.
2. absol. to lend aid, cooperate, Soph., Xen., etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Thuc.
II. intr., σὺν κακῶς πράσσοντι συμπράσσειν κακῶς to share in another's woe, Eur.
III. Mid. to assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τῆς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.