σχοινοτενής
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ές, (τείνω)
A stretched out like a measuring line: hence, I drawn in a straight line, διώρυχες, διέξοδοι, Hdt.1.189,199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to draw a straight line, Id.7.23. 2 metaph., stretched out, prolix, ἄσματα Philostr.Her.19.17; ἔννοιαι Eust.946.8; of rhetorical κῶλα exceeding a certain length, Hermog.Inv.1.5,4.4. Adv. -τενῶς ib. 4.3. II twisted or plaited of rushes, σπυρίδες AP6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1057] ές, ausgespannt wie ein Strick, eine Meßruthe, dah. – 1) grade, in grader Richtung, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, Her. 1, 189, vgl. 199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, in grader Linie abstecken, eine grade Linie ziehen, 7, 23; διέξοδοι u. ä., Sp. – Dah. = lang gedehnt, in die Länge gezogen; auch von Sätzen, Redegliedern, Gesängen; in diesem Sinne hat Pind. frg. 47 ein bes. fem. σχοινοτένεια gebildet. – 2) wie σχοινότονος, mit Binsen bespannt, von Binsen geflochten, σπυρίδες Philp. 22 (VI, 5).
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοτενής: -ές, (τείνω) ἐκτεταμένος ὡς ὁ σχοῖνος δι’ οὗ μετρεῖ τις, ὅθεν, 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ μῆκος, πολὺ ἐκτεταμένος, μακρός, ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.
Étymologie: σχοῖνος, τείνω.
English (Slater)
σχοινοτενής (f. — τένεια)
1 stretched out like a rope, long drawn out πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
μτφ. αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει μεγάλη έκταση και, ιδίως για λόγο, μακροσκελής, εκτενής, εκτεταμένος, διεξοδικός (α. «σχοινοτενής διάλεξη» β. «σχοινοτενής περίοδος λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.
δ. «σχοινοτενὲς κῶλον», Ερμογ.)
αρχ.
1. τεντωμένος σαν το σχοινί με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις
2. (κατ' επέκτ.) τεντωμένος σε ευθεία γραμμή
3. πλεγμένος από σχοινιά.
επίρρ...
σχοινοτενώς / σχοινοτενῶς ΝΑ
εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τενής (< αμάρτυρο τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ-τενής].
Greek Monotonic
σχοινοτενής: -ές (σχοῖνος IV, τείνω), αυτός που έχει εκταθεί, που έχει τεντωθεί όπως το σχοινί με το οποίο μετράει κάποιος εκτάσεις, αυτός που έχει εκταθεί σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος, σε Ηρόδ.· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρω, τραβώ ευθεία γραμμή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σχοινοτενής:
1) проведенный по натянутому канату, т. е. совершенно прямой (διῶρυξ Her.);
2) тростниковый, плетеный (σπυρίς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινοτενής -ές [σχοῖνος, τείνω] lijnrecht.
Middle Liddell
σχοινο-τενής, ές σχοῖνος IV, τείνω
stretched outlike a measuring line, drawn in a straight line, Hdt.; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to draw a straight line, Hdt.