ἀκίς
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A)
A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀ., of a chisel, APl.4.221 (Theaet.). 2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.). 3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151. 4 metaph., ἔρως . . ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες stings of desire, AP12.76 (Mel.): in pl., sharp, acute pains, Aret.SD2.4. II surgical bandage, Gal.18(1).823.
German (Pape)
[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀκίς: -ίδος, ἡ (ἀκή I),
1. αιχμή, ακίδα βέλους ή γάντζος, αγκίστρι, τσιγκέλι, σε Πλούτ., Ανθ.· βέλος, ακόντιο, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., πόθων ἀκίδες, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκίς: ίδος ἡ1) острие, наконечник (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);
2) стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);
3) мор. нос, клюв (τῆς τριήρους Diod.).
Middle Liddell
[ἀκή I]
1. a point, the barb of an arrow or hook, Plut., Anth.:—an arrow, dart, Ar.
2. metaph., πόθων ἀκίδες the stings of desire, Anth.