ψελλίζω

From LSJ
Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλίζω Medium diacritics: ψελλίζω Low diacritics: ψελλίζω Capitals: ΨΕΛΛΙΖΩ
Transliteration A: psellízō Transliteration B: psellizō Transliteration C: psellizo Beta Code: yelli/zw

English (LSJ)

(ψελλός)    A falter in speech, speak inarticulately, like a child, ψ. καὶ τραυλίζουσι Arist.HA536b8:—so in Med., Pl.Grg.485b, 485c; ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι (-ονται Bonitz), τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Arist.PA660a26; ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνήν Hld.8.15: metaph., of Empedocles and the early philosophers, speak indistinctly, ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς Arist.Metaph.985a5; ψελλιζομένῃ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων ib.993a15; of metals, hesitate to alloy, Id.GC328b9:—Act. is later in this sense, used of Aristotle, Phld.Rh.2.51S.    2 metaph., ψελλιζόμενος ἐς τὰ πολεμικά, of a boy soldier, Philostr.Her.19.2.

German (Pape)

[Seite 1393] 1) lallen, stammeln, stottern, mit der Zunge anstoßen, lispeln, καὶ τραυλίζειν Arist. H. A. 4, 9; τὴν φωνήν Heliod. 8, 15; auch im med., Plat. Gorg. 485 c; vgl. Arist. partt. an. 2, 17; auch übtr. = dunkel sprechen, vom Empedokles metaph. 1, 4. 10. – 2) übtr., ψελλίζειν τὴν βάσιν, stolpern, straucheln, mit dem Fuß anstoßen, Heliod. 9, 11. – Allgemein, Arist. gen. anim. 1, 10 ἔνια γὰρ ψελλίζεται πρὸς ἄλληλα τῶν ὄντων καὶ ἐπαμφοτερίζει.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλίζω: μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) μετὰ δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς παιδίον, ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα γλῶσσα, ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περὶ πάντων αὐτόθι 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ ἐῴκει ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mal prononcer.
Étymologie: ψελλός.

Greek Monolingual

ΝΑ ψελλός
προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος
νεοελλ.
μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω
αρχ.
1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν», Αριστοτ.)
2. δυσκολεύομαι στην εκφώνηση συμφωνικών συμπλεγμάτων («ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν», Αριστοτ.)
3. μιλώ κάνοντας γλωσσικά σφάλματα
4. μτφ. (για τον Εμπεδοκλή κ.ά.) εκθέτω κάτι με ασαφή ή ακατάληπτο τρόπο
5. παθ. ψελλίζομαι
α) (για μέταλλο) αναμιγνύομαι δύσκολα με άλλα μέταλλα
β) μτφ. διδάσκομαι κάτι για πρώτη φορά
6. φρ. «ἡ ψελλίζουσα γλώσσα» — προσωνυμία του Δημοσθένους (Λιβάν.).

Greek Monotonic

ψελλίζω: μέλ. -ίσω (ψελλός), τραυλίζω στο λόγο, μιλώ με κακή άρθρωση, είμαι βραδύγλωσσος· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ψελλίζω: чаще med.
1) невнятно произносить, страдать косноязычием Plat., Arst., Plut.;
2) неясно, т. е. туманно выражаться (περί τινος Arst.): ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς Arst. то, что туманно говорит Эмпедокл.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελλίζω [ψελλός] meestal med. brabbelen.

Middle Liddell

ψελλίζω, ψελλός
to falter in speech, speak inarticulately:—so in Mid., Plat., Arist.