πολυμιγής

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῐγής Medium diacritics: πολυμιγής Low diacritics: πολυμιγής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΓΗΣ
Transliteration A: polymigḗs Transliteration B: polymigēs Transliteration C: polymigis Beta Code: polumigh/s

English (LSJ)

metri gr. πουλυμ- Pl. (v. infr.), and πολυμμ- Maiist. (v. infr.), ές, A much-mixed, Philol.10, Herm. ap. Stob.1.49.3; ξεῐνοι Maiist.53; composed of many ingredients, γονή Arist.GA769a34, cf. Gal.14.284. II confused, βληχὴ τοκάδων Pl.Epigr.24.

German (Pape)

[Seite 666] ές, vielfach od. aus vielerlei Theilen gemischt, Arist. gen. an. 4, 3; in poet. Form, πουλυμιγὴς βληχὴ τοκάδων, Plat. ep. 14 (IX, 823).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμῐγής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ πολὺ μεμιγμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 29, Ἀνθ. Π. 9. 823· ― πολῠμῐγία, ἡ μῖξις πολλῶν πραγμάτων, μῖγμα ἐκ πολλῶν στοιχείων, Πλούτ. 2. 661Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de plusieurs substances mélangées.
Étymologie: πολύς, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, -ές Α
1. πολύ ανάμικτος, πολύ
ανακατεμένος
2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά
3. συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.

Greek Monotonic

πολῠμῐγής: Επικ. πουλυ-, -ές, αυτός που έχει ανακατευθεί πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμῐγής: ион. πουλυμῐγής 2
1) смешанный из многих элементов (γονή Arst.);
2) беспорядочный (βληχὴ τοκάδων Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμιγής -ές [πολύς, μίγνυμι] zeer gemengd.

Middle Liddell

much-mixed, Anth.