ὑπεκτρέπω

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτρέπω Medium diacritics: ὑπεκτρέπω Low diacritics: υπεκτρέπω Capitals: ΥΠΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: hypektrépō Transliteration B: hypektrepō Transliteration C: ypektrepo Beta Code: u(pektre/pw

English (LSJ)

A turn gradually or secretly from a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα S.Tr.549:—Med., turn aside from, c. acc., Pl.Phd.108b: c. inf., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν decline the task of helping... S.OC566.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. τρέπω), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτρέπω: ἐκτρέπω κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει πόδα Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ ὅπως μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., ὥστε ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.

French (Bailly abrégé)

détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;
Moy. ὑπεκτρέπομαι (inf. ao.2 ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέπω.

Greek Monolingual

Α ἐκτρέπω
1. εκτρέπω βαθμιαία ή κρυφά
2. μέσ. ὑπεκτρέπομαι
κάνω στο πλάι, πηγαίνω παράμερα, αποσύρομαι («ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὑπεκτρέπω: μέλ. -ψω, γυρίζω, μεταστρέφω σταδιακά ή μυστικά από κάτι, τί τινος, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν, άρνηση, αρνούμαι να προσφέρω βοήθεια προς σωτηρία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκτρέπω: отклонять, отводить в сторону: ὑ. πόδα τινός Soph. бежать от чего-л.; φεύγειν καὶ ὑπεκτρέπεσθαί τινα Plat. всячески избегать кого-л.; ξένον ἂν οὐδένα ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν Soph. ни одному чужестранцу не отказал бы я в помощи.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn gradually or secretly from a thing, τί τινος Soph.:—Mid. to turn aside from, c. acc., Plat.; c. inf., ὑπεκτραπέσθαι μὴ οὐ ξυνεκσώζειν to decline the task of helping to save, Soph.