υπηρεσία

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῖς θεοῑς», Πλάτ.
γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.)
2. το σύνολο τών υπηρετών, το υπηρετικό προσωπικό (α. «όλη η υπηρεσία είχε άδεια εξόδου» β. «οἱ τῶν ὑπηρεσιῶν ὄντες Ἀθήνηθεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. έργο, εργασία που ανατίθεται σε στρατιωτικό, δημόσιο ή ιδιωτικό υπάλληλο (α. «ορκίστηκε χτές και ανέλαβε υπηρεσία» β. «υπηρεσία γραφείου»)
2. η εκτέλεση της εργασίας, τών καθηκόντων που ανατίθενται σε κάποιον («τρία έτη πραγματικής υπηρεσίας σε παραμεθόρια περιοχή»)
3. το σύνολο τών διοικητικών και άλλων λειτουργιών ενός κράτους ή δημόσιου οργανισμού (α. «τελωνειακή υπηρεσία» β. «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών»)
4. η ενεργός κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου, ο χρόνος κατά τον οποίο εργάζεται κανείς σε μια εργασία («έχει συντάξιμη υπηρεσία»)
5. στον πληθ. οι υπηρεσίες
(οικον.) τα άυλα αγαθά, στα οποία περιλαμβάνονται οι μεταφορές, η ψυχαγωγία, η εκπαίδευση, η υγεία, το εμπόριο, η άμυνα και η ασφάλεια μιας χώρας, αγαθά τα οποία προσφέρονται από το κράτος ή από ιδιωτικούς φορείς και τών οποίων το σύνολο συγκροτεί τον τριτογενή τομέα της οικονομίας
6. φρ. α) «έχω υπηρεσία» ή «είμαι υπηρεσία» — είναι η σειρά μου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου ή να φροντίσω για κάτι
β) «αξιωματικός υπηρεσίας» ή «υπάλληλος υπηρεσίας» — αυτός που αναλαμβάνει την εποπτεία συγκεκριμένων εργασιών, κυρίως μετά τη λήξη του κανονικού προγράμματος
γ) «δημόσια υπηρεσία» — βλ. δημόσιος
δ) «άρνηση υπηρεσίας» — το να αρνείται κανείς να εκτελέσει τα υπηρεσιακά καθήκοντα που ορίζονται από τους κανονισμούς
ε) «τίθεμαι εκτός υπηρεσίας» — απαλλάσσομαι από τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα
στ) «Υπηρεσία Επείγουσας Στρατιωτικής Αλληλογραφίας»
στρ. στρατιωτική υπηρεσία μεταφοράς και διανομής εγγράφων που διακινούνται με τον χαρακτηρισμό του επείγοντος ή κατεπείγοντος
ζ) «εξαίρετες [ή σημαντικές] υπηρεσίες»
(νομ.) χαρακτηρισμός της προσφοράς καλλιτεχνών, λογοτεχνών κ.ά. προσώπων, τα οποία, βάσει ορισμένων νόμιμων προϋποθέσεων, θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ή αιτιολογείται η απονομή σ' αυτά παρασήμου και άλλων διακρίσεων
μσν.
1. η διακονία, το αξίωμα τών διακόνων της εκκλησίας
2. το έργο τών διακόνων ή τών υποδιακόνων της εκκλησίας
3. η ακολουθία («διὰ εἰκοσιτεσσάρων ὑπηρεσιῶν τὸν δρόμον τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς διατελέσωμεν»)
αρχ.
1. το σύνολο τών κωπηλατών και τών ναυτών, το πλήρωμα του πλοίου («κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη Ἑλλάς», Θουκ.)
2. επίπονη, χειρωνακτική εργασία
3. στον πληθ. αἱ ὑπηρεσίαι
τα εξαρτήματα του πλοίου («ναῡς εὖ ταῑς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη», Πολ.).