συμμύω

From LSJ
Revision as of 05:20, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "shell-fish" to "shellfish")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμύω Medium diacritics: συμμύω Low diacritics: συμμύω Capitals: ΣΥΜΜΥΩ
Transliteration A: symmýō Transliteration B: symmyō Transliteration C: symmyo Beta Code: summu/w

English (LSJ)

A shut up, close, of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν Il.24.420; of the eyelids, Pl.Ti.45e; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς looking up with open lips or down with closed lips, Id.R.529b (hence, to be silent, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν prob. in Plb.30.32.8); also of other openings, as of the os uteri, Hp.Aph.5.51, Arist. HA582b19, al.; of pores, Pl.Phdr.251b; of bivalve shellfish, Epich.42, Arist.HA535a18; of the 'sleep' of plants, Thphr.CP2.19.1, al., Gp.11.20.3; of shields which 'give' under a blow, Thphr. HP5.3.4; of the double reed of a musical instrument, ib.4.11.4; of green wood, ib.5.6.3.

German (Pape)

[Seite 983] intrans., sich zuschließen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, Il. 24, 420; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς, Plat. Rep. VIII, 529 b; ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα, zusammengeschlossen, gedrängt, Phaedr. 251 b, Arist. physiogn. 3 setzt ὄμμα συμμύον dem ἀνεπτυγμένον entgegen. – Auch die Lippen schließen, d. i. schweigen, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν, Pol. 31, 8, 8, Em. für συμμίξαντες.

Greek (Liddell-Scott)

συμμύω: μέλλ. -ύσω, συγκλείομαι, κλείομαι, ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, σὺν δ’ ἕλκεα πάντα μέμυκε Ἰλ. Ω. 420· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν βλεφάρων καὶ τῶν χειλέων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 45Ε· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου, κάτω συμμεμυκώς, ἐστραμμένος πρὸς τὰ κάτω μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β (ἐντεῦθεν, σιωπῶ, Πολύβ. 31. 8, 8)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, οἷον ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας ἐγκύων γυναικῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν πόρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἐπίχ. 23 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 32· ἐπὶ φυτῶν καὶ ἀνθέων, Θεόφρ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

se rapprocher, se fermer en parl. des paupières, des lèvres ; en parl. de pers. avoir les yeux fermés.
Étymologie: σύν, μύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
(αμτβ.) (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το στόμιο της μήτρας τών έγκυων γυναικών ή και για φυτά ή άνθη) κλείνω («τὰ κρίνα οὔπω ἀνεῳγότα ἀλλ' ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μύω «κλείνω»].

Greek Monotonic

συμμύω: μέλ. -μύσω, κλείνω μαζί, κλείνω εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· συμμεμυκώς, αυτός που έχει τα μάτια του κλειστά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συμμύω:
1) закрываться (σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκε Hom.; ὅταν τὰ βλέφαρα συμμύσῃ Plat.);
2) держать глаза закрытыми: κάτω συμμεμυκώς Plat. склонившись вниз с закрытыми глазами;
3) держать рот закрытым, т. е. молчать: συμμύσαντες Polyb. безмолвные или молча.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μύω zich sluiten, dichtgaan:. σύν … ἕλκεα πάντα μέμυκεν de wonden zijn allemaal dichtgegaan Il. 24.420; συμμεμυκώς met gesloten mond Plat. Resp. 529b.

Middle Liddell

fut. -μύσω
to be shut up, to close, be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.