μέμψις

From LSJ
Revision as of 12:04, 16 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέμψις Medium diacritics: μέμψις Low diacritics: μέμψις Capitals: ΜΕΜΨΙΣ
Transliteration A: mémpsis Transliteration B: mempsis Transliteration C: mempsis Beta Code: me/myis

English (LSJ)

εως, ἡ, A blame, censure, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ar.Pl.10; μέμψιν ἐπιφέρειν τινί Id.Ra.1253 (lyr.); μέμψιν λαβεῖν Men.576 (s.v.l.); ἔχειν μέμψιν to incur blame, E.Heracl.974; φίλων μέμψις censure of friends, S.Fr. 472: pl., censures, Pl.Lg.684d; complaints, Arist.EN1162b5. 2 ground of complaint, μ. οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων A.Pr.445, cf. S.Ph.1309.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, das Tadeln, der Tadel, Vorwurf; μέμψιν μέμφεσθαί τινι, Ar. Plut. 10; μέμψιν ἐποίσει τινί, Ran. 1253; Plat. Legg. III, 684 d u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

μέμψις: -εως, ἡ, μομφή, ἐπίπληξις, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ἀριστοφ. Πλ. 10· μ. ἐπιφέρειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1253· μ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἔχειν μ., προκαλεῖν μομφήν, ψόγον, Εὐρ. Ἡρακλ. 974· - ἐν τῷ πληθ., μομφαί, Πλάτ. Νόμ. 684D· παράπονα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 2. 2) ἐνεργ., λόγος, βάσις παραπόνου ἢ μομφῆς, ἐπιθυμία πρὸς μομφήν, μ. οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων Αἰσχύλ. Πρ. 445, πρβλ. Σοφ. Φ. 1309· φίλων μ., κατάκρισις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 419. Πρβλ. μομφή.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 blâme, reproche;
2 sujet de plainte.
Étymologie: μέμφομαι.

Greek Monotonic

μέμψις: -εως, ἡ (μέμφομαι),·
1. κατηγορία, επίκριση, ψόγος, μέμψιν ἐπιφέρειν τινί, σε Αριστοφ.· ἔχειν μέμψιν, προκαλώ κατηγορία, σε Ευρ.
2. Ενεργ., αιτία για παράπονο, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μέμψις: εως ἡ
1) порицание, упрек (μέμψιν ποιεῖν, ἐπιφέρειν или μέμφεσθαί τινι Arph.): πολλὴν ὑφέξεις μέμψιν Eur. ты подвергнешься резкому порицанию;
2) основание для упреков (μέμψιν εἴς τινα οὐκ ἔχειν Soph.).

Middle Liddell

μέμψις, εως, μέμφομαι
1. blame, censure, reproof, μ. ἐπιφέρειν τινί Ar.; ἔχειν μ. to incur blame, Eur.
2. act. cause for complaint, Aesch., Soph.

Chinese

原文音譯:momf» 蒙費
詞類次數:名詞(1)
原文字根:指責
字義溯源:嫌隙,訴苦,歸咎;源自(μέμφομαι)*=指責)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 嫌隙(1) 西3:13

English (Woodhouse)

blame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)