ἀδιάφθορος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A not affected by decay, Antyll. ap. Orib.46.22.3; uncorrupted, chaste, Pl.Phdr.252d; απ' ὀρθῆς. . καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς D.18.298, cf. Men. 984, D.S.1.59, Plu.2.5e. Adv. -ρως, ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137. 2 of judges, incorruptible, Pl.Lg.768b; of witnesses, Arist.Rh.1376a17; of magistrates, Id.Pol.1286a39 (Comp.), cf. IG2.240b13. Sup. Adv. -ώτατα Pl.l.c. II imperishable, Pl.Phd.106e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάφθορος: -ον, ὁ μὴ διεφθαρμένος, καθαρός, ἁγνός, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· ἀπ’ ὀρθῆς… καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, Δημ. 325. 15, πρβλ. Μενάνδρ. Ἄδηλ. 357, Διοδ. 1. 59, Πλούτ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἐρᾶσθαι, Αἰσχίν. 19. 20. 2) ἐπὶ δικαστῶν, ἀδέκαστος, Πλάτ. Νόμ. 768Β· ἐπὶ μαρτύρων, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 15, 17· ἐπὶ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 15, 9: -ὑπερθ. ἐπίρρ. -ώτατα, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. II. ἄφθαρτος, Πλάτ. Φαίδ. 106D, E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
3 impérissable.
Étymologie: ἀ, διαφθείρω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. incorruptible, imperecedero, indestructible del alma, Pl.Phd.106e, cf. Phdr.245d, τὴν τοῦ σώματος διαμονὴν ἀδιάφθορον φυλάττεσθαι ἀδύνατον Procl.in R.2.153, cf. Apoc.Esd.1.20
•sano, no estropeado o alterado αἴσθησις Arist.EE 1236a1, cf. Pr.893a21, οἶνος Gp.7.20.6.
2 gener. de pers., en sent. moral incorrupto, incontaminado, puro χορευτής de un dios, Pl.Phdr.252d, cf. Men.Fr.516, D.S.1.59, λόγος Plu.2.5e, Erot.Fr.Pap.Nin.A 1.18, A 2.18, 35
•de jueces, políticos, etc. incorruptible, insobornable, íntegro δικαστής Pl.Lg.768b, cf. 918e, D.18.298, Arist.Pol.1286a39, IG 22.457b.13 (IV a.C.), de testigos, Arist.Rh.1376a17
•fiel, leal c. dat. de pers. ὁ Κέφαλος ... εἰ συμμένειν ἀ. αὐτῷ Ant.Lib.41.2.
II adv. -ως de manera pura ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.
Greek Monotonic
ἀδιάφθορος: -ον (διαφθείρω),
I. 1. αδέκαστος, ακέραιος, αγνός, καθαρός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχίν.
2. λέγεται για δικαστές και μάρτυρες, αδέκαστος, ακέραιος, τίμιος, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. επίρρ. -ώτατα, στον ίδ.
II. άφθαρτος, αιώνιος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάφθορος:
1) неиспорченный (ὕδωρ Plat.);
2) чистый, беспримесный (χρυσός Plut.);
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный (ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.);
4) неподкупный, честный (δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.);
5) непреходящий, нетленный (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat.).
Middle Liddell
διαφθείρω
I. uncorrupted, Plat., etc.:— adv. -ρως, Aeschin.
2. of judges and witnesses, incorruptible, Plat., etc.: Sup. adv. -ώτατα, Plat.
II. imperishable, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀδιάφθορος -ον διαφθείρω
1. integer, onkreukbaar:; ὡς οἷόν τε ἀδιαφθορώτατα zo onkreukbaar mogelijk Plat. Lg. 768b; onverwoestbaar :. τὸ ἀθάνατον καὶ ἀδιάφθορόν ἐστί het onsterfelijke is ook onverwoestbaar Plat. Phaed. 106e1.
2. onbedorven, ongecorrumpeerd:; ἐλευθέραν καὶ ἀδιάφθορον vrij en ongecorrumpeerd Plut. Art. 26.8; uitbr.. σῶν καὶ ἀδιάφθορον ongedeerd en niet vernietigd Plat. Phaed. 106e7.