μυωπάζω

From LSJ
Revision as of 10:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπάζω Medium diacritics: μυωπάζω Low diacritics: μυωπάζω Capitals: ΜΥΩΠΑΖΩ
Transliteration A: myōpázō Transliteration B: myōpazō Transliteration C: myopazo Beta Code: muwpa/zw

English (LSJ)

A blink the eyes, as shortsighted persons do: hence, to be shortsighted, metaph., 2 Ep.Pet.1.9.

German (Pape)

[Seite 224] kurzsichtig sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπάζω: εἶμαι μύωψ, βλέπω ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. μυωπιάζω), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».

French (Bailly abrégé)

avoir la vue courte, être myope.
Étymologie: μυώψ.

English (Strong)

from a compound of the base of μυστήριον and ops (the face; from ὀπτάνομαι); to shut the eyes, i.e. blink (see indistinctly): cannot see far off.

English (Thayer)

(μύωψ, and this from μύειν τούς ὠπας to shut the eyes); to see dimly, see only what is near: R. V. marginal reading) would make it mean here closing the eyes; cf. our English blink). (Aristotle, problem. 31,16, 25.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλ-άζω)].

Greek Monotonic

μυωπάζω: (μύωψ), έχω μυωπία, βλέπω αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μυωπάζω: быть близоруким NT.

Middle Liddell

μυωπάζω, μύωψ
to be shortsighted, see dimly, NTest.

Chinese

原文音譯:muwp£zw 祕-哦爬索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:閉-觀看
字義溯源:閉著眼睛,近視,只看見近處,霎眼,看不清楚;由(μυστήριον)=奧祕)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;其中 (μυστήριον)出自(μυστήριον)X*=封閉),而 (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 近視的(1) 彼後1:9