φρεναπάτης

From LSJ
Revision as of 19:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενᾰπᾰτης Medium diacritics: φρεναπάτης Low diacritics: φρεναπάτης Capitals: ΦΡΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: phrenapátēs Transliteration B: phrenapatēs Transliteration C: frenapatis Beta Code: frenapa/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, soul-deceiver, Lyr.Alex.Adesp.1.18, Ep.Tit.1.10, PLond.5.1677.22 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

φρεναπάτης: -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
séducteur.
Étymologie: φρεναπατάω.

English (Strong)

from φρήν and ἀπάτη; a mind-misleader, i.e. seducer: deceiver.

English (Thayer)

φρεναπατου, ὁ (φρήν and ἀπάτη), a mind-deceiver; Vulg. seductor; (A. V. deceiver): Titus 1:10. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ὁ, Α [φρεναπατῶ (Ι)]
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει.

Greek Monotonic

φρενᾰπάτης: -ου, ὁ (ἀπάτη), αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φρενᾰπάτης: ου ὁ обманщик, обольститель NT.

Middle Liddell

φρεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπάτη
a soul-deceiver, NTest.

Chinese

原文音譯:frenap£thj 弗練-阿爬帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:意向-引誘(者)
字義溯源:迷亂人心思者,欺哄人,欺騙者;由(φρήν)*=心思)與(ἀπάτη)=欺瞞)組成,而 (ἀπάτη)出自(ἀπατάω)*=欺騙)。比較: (πλάνος)=漂白,迷惑
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 欺哄人(1) 多1:10