μεῖον
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
(A), ονος, τό, neut. of μείων (q.v.).
(B), ου, τό, lamb or sheep offered at the Athenian Apaturia by a father who was enrolling his son among his φράτερες, τοῦ μείου IG 22.1237.5; τὰ μεῖα ib.60; παρέστησε μεῖον Is.Fr.124: expld. by Sch. Ar.Ra.810 (cf. Eratosth. and Apollod. ap. Harp.) as neut. of μείων, too light! from the cry of the φράτερες when the lamb was weighed; cf. μειαγωγέω.
(C), ου, τό, = μῆον, v.l. in Dsc.1.3, Androm. ap. Gal.14.43.
German (Pape)
[Seite 117] s. μικρός. ονος, τό, neutr. zu μείων, comparat. von μικρός, kleiner. – Als subst. heißt so das Schaaf, welches an dem dritten Tage des athenischen Festes der Apaturien, κουρεῶτις, der Vater, wenn er seinen Sohn in die Register der φράτορες eintragen ließ, als Opfer u. Ehrengeschenk darbrachte; die VLL. u. Schol. Ar. Ran. 798 erkl. es dah., daß es ein bestimmtes Gewicht haben mußte, von den φράτορες gewogen wurde, und daß dabei es ein herkömmlicher Spaß gewesen sei, μεῖον, μεῖον, zu keicht, zu leicht! zu rufen; also μεῖον = κούρειον, s. μειαγωγός, μειαγωγέω. – Auch = μῆον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖον: -ονος, τό, οὐδέτ. τοῦ μείων, ὃ ἴδε. ΙΙ. μεῖον, τό, ὁ ἀμνὸς ἢ τὸ πρόβατον ὅπερ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ (τῇ κουρεώτιδι), τῆς ἐν Ἀθήναις ἑορτῆς τῶν Ἀπατουρίων ὁ πατὴρ εἰσέφερεν εἰς τοὺς ἰδίους φράτορας ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ ἐν ἡλικίᾳ γενομένου ὅπως ἐγγραφῇ εἰς αὐτούς. Ἔδει δὲ τὸ ἱερεῖον νὰ ἔχῃ ὡρισμένον βάρος· καὶ ἐνῷ ἐζυγίζετο, οἱ φράτορες ἢ φράτερες συνείθιζον νὰ κράζωσι μεῖον, μεῖον, (λειψόν, λειψόν!). Ἐντεῦθεν τὸ ζῷον ὠνομάζετο μεῖον, καὶ ὁ προσάγων αὐτὸ μειαγωγός, ἡ δὲ πρᾶξις μειαγωγεῖν, μειαγωγία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 798.
French (Bailly abrégé)
ονος;
neutre de μείων.
Greek Monolingual
(I)
το (ΑM μεῖον, -ονος)
βλ. μείων.
(II)
μεῖον, -ου, τὸ (Α)
το πρόβατο το οποίο προσφερόταν κατά την τρίτη ημέρα της εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από πατέρα ως θυσία μαζί και δώρο για την εγγραφή του γιου του στους καταλόγους τών φρατόρων («τὸ ἱερὸν τὸ ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγομένων παίδων», Πολύδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουδ. μεῖον του συγκρ. μείων, κατά τα ουδ. σε -ον, -ου].
(III)
μεῖον, τὸ (Α)
βλ. μήον.
Greek Monotonic
μεῖον: -ονος, τό,
I. ουδ. του μείων, λιγότερο.
II. μεῖον, τό, πρόβατο που προσφερόταν ως θυσία κατά τα Απατούρια, όταν ένα νεαρό αγόρι ενσωματωνόταν μέσω τελετής μύησης στη φρατρία (φυλή) του· έπρεπε να έχει συγκεκριμένο βάρος· και οι φράτερες, των οποίων ήταν αποκλειστικό δικαίωμα, συνήθιζαν να φωνάζουν δυνατά μεῖον, μεῖον, πάρα πολύ ελαφρύ! πρβλ. μειαγωγέω.
Russian (Dvoretsky)
μεῖον:
I n к μείων.
II τό жертвенный ягненок (приносившийся отцом по случаю внесения сына в списки φράτορες; так как ягненок должен был быть определенного веса, то при взвешивании присутствующие обычно кричали: μεῖον! слишком легкий!; см. μειαγωγέω).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: small animal (sheep or lambs), which were offered at the Apaturia (Att. inscr., Is., sch.);
Compounds: As 1. member in μει-αγωγός who brings the animals on the weighing-machine (Eup. 116) with μει-αγωγέω (Ar. Ra. 798), -εῖον, -ία (Suid.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. ntr. of the comparative μείων (s. v.) with transition in the ο-flexion; on which Egli Heteroklisie 77. Not with Osthoff MU 6, 310 n. 2 to the IE word for ram, sheep etc. in Skt. meṣá m. ram, sheep, fell, OCS měchъ leather sack etc. (WP. 2, 303, Pok. 747).
Middle Liddell
μεῖον, ονος, εος, τό,
I. neut. of μείων. less.
II. μεῖον, ου, the lamb which was offered at the Apaturia, when a boy was enrolled in his φρατρία. It was to be of a certain weight; and the φράτερες, whose perquisite it was, used to cry out μεῖον, μεῖον, too light! cf. μειαγωγέω.
Frisk Etymology German
μεῖον: {meĩon}
Grammar: n.
Meaning: ‘Kleinvieh (Schaf od. Lamm), das an den Apaturien geopfert wurde’ (att. Inschr., Is., Sch.);
Composita: als Vorderglied in μειαγωγός der das Kleinvieh auf die Waage bringt (Eup. 116) mit μειαγωγέω (Ar. Ra. 798), -εῖον, -ία (Suid.).
Etymology: Eig. Ntr. des Komparativs μείων (s. d.) mit Übertritt in die ο-Flexion; darüber Egli Heteroklisie 77. Nicht mit Osthoff MU 6, 310 A. 2 zum idg. Wort für Widder, Schaf in aind. meṣá- m. Widder, Schafbock, Fell, aksl. měchъ Schlauch usw. (WP. 2, 303, Pok. 747).
Page 2,195