εἰσοχή
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, (εἰσέχω) hollow, recess, opp. ἐξοχή, Str.2.5.22 (pl.), cf. 12.2.4 (pl.); of intaglios, κατ' εἰσοχήν, opp. κατ' ἐξοχήν, Stoic.1.108.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Str.2.5.22
entrante, cavidad, depresión op. ἐξοχή: en una costa μικρὰς ἔχει ἐσοχάς τε καὶ ἐξοχάς Str.l.c., cf. 17.1.36, Procl.in Ti.1.181.4, en una roca Str.12.2.4, negado de una pintura a dif. de la escultura οὐκέτι δὲ σώζει τὰς εἰσοχὰς καὶ τὰς ἐξοχάς Origenes Comm.in Mt.10.11, ὥσπερ ἐν σώματι τὰς ἐξοχάς τε καὶ εἰσοχάς Gr.Naz.M.35.900B, ἡ τύπωσις κατὰ εἰσοχήν τε καὶ ἐξοχήν el grabado en hueco o en relieve Cleanth.Stoic.1.108, cf. Them.in PN 5.7, ἵνα μὴ ταῖς ἐξοχαῖς καὶ εἰσοχαῖς ἡ τραχύτης ἀνωμαλίας αἰτία γίνηται Procl.in R.1.290, cf. Simp.in de An.143.13, in Cael.409.15, αἱ γοῦν γραφαὶ τῇ μὲν ὄψει δοκοῦσιν εἰσοχὰς καὶ ἐξοχὰς ἔχειν las pinturas parecen a la vista tener entrantes y salientes e.d. producen el efecto de relieve y profundidad S.E.P.1.92, cf. Alex.Aphr.de An.71.18.
German (Pape)
[Seite 745] ἡ, die Vertiefung, im Ggstz von ἐξοχή, Strab. 2, 5, 22; Sext. Emp. adv. math. 8, 402 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσοχή;
éloignement d'un objet en peinture.
Étymologie: εἰς, ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοχή: ἡ, (εἰσέχω) κοιλότης, κοίλωμα, ἀντίθ. τῷ ἐξοχή, Στράβων 125. 536, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, κτλ.
Greek Monolingual
η
βλ. εσοχή.
Greek Monotonic
εἰσοχή: ἡ (εἰσέχω), κοιλότητα, βαθούλωμα, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοχή: ἡ углубление или выемка (εἰ. καὶ ἐξοχή Sext.).