τειχοδόμος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον (parox.), building walls, wall builder, builder of walls, builder of fortifications Man.4.291, Poll.1.161.
German (Pape)
[Seite 1081] eine Mauer od. Burg erbauend, Maneth. 4, 291.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui construit un rempart, une forteresse.
Étymologie: τεῖχος, δέμω.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοδόμος: -ον, ὁ κτίζων, ὁ οἰκοδομῶν τείχη, Μανέθων 4. 291, Πολυδ. Α΄, 161, πρβλ. τειχοποιός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
οικοδόμος τείχους ή τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -δόμος (< δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οικο-δόμος, πυργο-δόμος.
Greek Monotonic
τειχοδόμος: -ον (δέμω), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί τείχη.