χάλασμα
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ατος, τό, A slackened condition, relaxation, ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d, cf. Luc.Asin.9; lack of elasticity, Ph.Bel.58.8, 65.50; low tension of blood-vessels, Orib. 7.19.6. 2 gap in the line of battle, Plb.18.30.8; σύμμετρον ἔχειν χ. to be packed not too tightly, Plu.Aem.32. 3 slit, Ruf.Anat.59, Gal.4.733; χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ IG7.3073.114 (Lebad., ii B. C.). 4 baulk or footpath on the edge of arable land, PLille2.16 (iii B. C.), PGiss.36.17 (ii B. C.), PLond.3.881.21 (ii B. C.), etc. 5 dislocation, ἄρθρων Dsc.1.109 (pl.). 6 congenital hernia, Vett.Val.161.19 (pl.). 7 free play (cf. foreg. 2) of a joint, Erot. s.v. πλοώδης.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, Abspannung, Erschlaffung, Verrenkung, Sp.; Pol. vrbdt es mit διάστασις ἀλλήλων, 18, 13, 8; Luc. Asin. 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 relâchement, écartement;
2 écartement des hommes ou des rangs d'une troupe en bataille.
Étymologie: χαλάω.
Greek (Liddell-Scott)
χάλασμα: τό, χαλαρὰ κατάστασις, χαλάρωσις, Πλούτ. 2. 132D, 133D, Λουκ. Ὄνος 9. 2) τὸ κενὸν διάστημα μεταξὺ τῶν μαχητῶν ἐν τῇ φάλαγγι, Πολύβ. 18. 13, 8· σύμμετρον ἔχω χ., εἶμαι τοποθετημένος κατὰ σύμμετρα διαστήματα, Πλουτ. Αἰμίλ. 32. 3) ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ὀρειβάσ. 145 Matth.
Greek Monolingual
-άσματος, το, ΝΑ χαλῶ
νεοελλ.
1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι
2. κατεδάφιση
3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα»)
4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη
5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση
αρχ.
1. κατάσταση χαλάρωσης («ἀναπνοή καὶ χάλασμα», Πλούτ.)
2. έλλειψη ελαστικότητας
3. (για αιμοφόρα αγγεία) χάλαση, χαλάρωση, έλλειψη τάσης
4. σχισμή, χαραμάδα
5. (σχετικά με στρατιωτική παράταξη) κενό
6. μονοπάτι στην άκρη καλλιεργημένης γης
7. εξάρθρωση
8. συγγενής κήλη.
Greek Monotonic
χάλασμα: -ατος, τό (χαλάω), χαλαρή κατάσταση, κενό διάστημα στην παράταξη της μάχης, σύμμετρον ἔχειν χάλασμα, είμαι τοποθετημένος κατά σύμμετρα διαστήματα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χάλασμα: ατος (χᾰ) τό
1) расслабленность, слабость Plut., Luc.;
2) промежуток, интервал (χ. καὶ διάστασις ἀλλήλων Polyb.): σύμμετρον χ. ἔχειν Plut. быть разделенным достаточными промежутками.
Middle Liddell
χάλασμα, ατος, τό, χαλάω
a slackened condition: a gap in the line of battle, σύμμετρον ἔχειν χ. to be placed at fitting intervals, Plut. [from Χᾰλαστραῖος]