ἄκομψος

From LSJ
Revision as of 14:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκομψος Medium diacritics: ἄκομψος Low diacritics: άκομψος Capitals: ΑΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: ákompsos Transliteration B: akompsos Transliteration C: akompsos Beta Code: a)/komyos

English (LSJ)

ον, unadorned, Archil.158, cf. Jul.Caes.317c; ἐγὼ δ' ἄκομψος 'rude I am in speech', E.Hipp.986, cf. M.Ant.6.30, Chor. in Jahrb.9.176; οὐκ ἄ. Phlp. in Ph.528.19. Adv. ἀκόμψως = without elegance Plu.2.4f.

Spanish (DGE)

-ον
1 sencillo, sobrio de pers., junto a φαῦλος E.Fr.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a ἀκαλλώπιστος Iul.Caes.317c
de abstr. comedido, contenido οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.Decl.8.4
c. inf. ἐγὼ δ' ἄκομψος ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas E.Hipp.986
de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo Phlp.in Ph.528.19.
2 adv. ἀκόμψως = sin elegancia op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1.

German (Pape)

[Seite 76] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ πάνυ ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans parure, rude ; inhabile.
Étymologie: , κομψός.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκομψος: -ον, ἀκαλλώπιστος, ἄγροικος, Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ ἄκομψος, εἶμαι ἄγροικος, ἀκαλλώπιστος τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ φαῦλος, Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. ἀκόμψως, Πλούτ. 2. 4F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκομψος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος
αρχ.
1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος
2. αγροίκος, άξεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κομψός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία].

Greek Monotonic

ἄκομψος: -ον, ακαλλώπιστος, αγροίκος· ἐγὼ δ' ἄκομψος, είμαι τραχύς, βίαιος, αγροίκος στη γλώσσα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκομψος: неприкрашенный, лишенный изящества, т. е. простой Plut., Diog. L.: ἄ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον Eur. не умеющий говорить с толпой.

Middle Liddell


unadorned, boorish, ἐγὼ δ' ἄκομψος "rude I am in speech," Eur.

English (Woodhouse)

rude, unlettered, unpolished, unskilful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)