καταλογίζομαι
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
A count up, reckon, X.An.5.6.16, HG3.2.18; κ. εὐεργέτημα πρός τινα put it down to his account, D.7.6; μηδ' ἐν ἀρετῇ τοῦθ' ὑμῶν μηδεὶς καταλογιζέσθω let no one impute it as a virtue, Aeschin.3.202: c. inf., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι App.Ill.16. II count, reckon among, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις X.Mem.2.2.1:—Pass., ἔν τισι καταλογισθῆναι LXX Is.14.10, Wi. 5.5. III recount in order, τισὶ τὰ ἔργα τὰ ἑαυτοῦ App.Syr.61, cf. Mac.19.
German (Pape)
[Seite 1361] dazu-, darunterrechnen; ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους Xen. Mem. 2, 2, 1; ἐν ἀρετῇ μηδεὶς καταλογιζέσθω, als Tugend anrechnen, Aesch. 3, 202; οὐχ ἵν' εὐεργέτημά τι καταλογίσηται πρὸς ὑμᾶς Dem. 7, 6; Sp. aufzählen, hererzählen, der Reihe nach, App. Syr. 61 u. öfter. – Zusammenrechnen, erwägen, überdenken, Xen. An. 5, 6, 16 Hell. 3, 2, 18.
French (Bailly abrégé)
f. καταλογιοῦμαι, ao. au sens Act. κατελογισάμην, au sens Pass. κατελογίσθην;
1 tenir compte, imputer : πρός τινα εὐεργέτημα DÉM tenir compte à qqn d'un bienfait ; τι ἐν ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d'une vertu;
2 calculer, conjecturer, supposer;
3 compter parmi : ἐν τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.
Étymologie: κατά, λογίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-λογίζομαι berekenen, optellen:. καταλογίζεσθαι τό τε αὑτῶν πλῆθος καὶ τοὺς περιοικοῦντες het totaal van de eigen mensen en de mensen in de omtrek berekenen Xen. An. 5.6.16. meetellen, rekenen tot:. ἐν τοῖς ἀδίκοις καταλογίζεσθαι τοὺς ἀχαριστούς de ondankbaren rekenen tot de onrechtvaardigen Xen. Mem. 2.2.1; εὐεργεσίαν καταλογιῇ πρὸς ἡμᾶς; wil jij (het) als weldadigheid jegens ons rekenen? Luc. 28.5.
Russian (Dvoretsky)
καταλογίζομαι:
1 причислять, относить (к числу), считать (в числе) (ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους κ. Xen.);
2 приписывать, вменять (τὸ εὐεργέτημά τι πρός τινα Dem.): κ. τι ἐν ἀρετῇ τινι Aeschin. относить что-л. на счет чьей-л. добродетели;
3 исчислять, сосчитывать, подсчитывать (τὸ αὑτῶν πλῆθος καὶ τοὺς περιοικοῦντας τὸν Πόντον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
καταλογίζομαι: μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- λογαριάζω, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. λογαριάζω ἢ ὑπολογίζω μεταξύ, ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.
Greek Monotonic
καταλογίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.·
I. λογαριάζω, αριθμώ, υπολογίζω, σε Ξεν.· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, το σημειώνω σε λογαριασμό του, σε Δημ.· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, κανείς να μην λογαριάζει αυτό ως αρετή, σε Αισχίν.
II. λογαριάζω ή υπολογίζω, Λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. Attic ιοῦμαι
I. Dep. to count up, number, reckon, Xen.; κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα to put it down to his account, Dem.; καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' ὑμῖν ἐν ἀρετῇ let no one impute it to you as a virtue, Aeschin.
II. to count or reckon among, Lat. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις Xen.