πολυνίκης

From LSJ
Revision as of 08:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνίκης Medium diacritics: πολυνίκης Low diacritics: πολυνίκης Capitals: ΠΟΛΥΝΙΚΗΣ
Transliteration A: polyníkēs Transliteration B: polynikēs Transliteration C: polynikis Beta Code: poluni/khs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a frequent conqueror, multi-winner, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, viel od. oft Sieger, Luc. Lex. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
souvent vainqueur.
Étymologie: πολύς, νικάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] vaak winnend.

Russian (Dvoretsky)

πολυνίκης: ου (ῑ) ὁ многократный победитель Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνίκης: -ου, ὁ, ὁ συχνάκις νικῶν, Λουκ. Λεξιφ. 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερονίκης, ολυμπιονίκης].

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπό τό πολύς + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις νικηφόρος καί πολύς.