πολυνίκης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, a frequent conqueror, multi-winner, Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, viel od. oft Sieger, Luc. Lex. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
souvent vainqueur.
Étymologie: πολύς, νικάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] vaak winnend.
Russian (Dvoretsky)
πολυνίκης: ου (ῑ) ὁ многократный победитель Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνίκης: -ου, ὁ, ὁ συχνάκις νικῶν, Λουκ. Λεξιφ. 11.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερονίκης, ολυμπιονίκης].
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπό τό πολύς + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις νικηφόρος καί πολύς.