ἐπίσταθμος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἐπίσταθμον,
A quartered on another, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται SIG880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as substantive, ἐπίσταθμα, τά, quarters, Poll.4.173.
II. as substantive, ἐπίσταθμος, ὁ, quartermaster, satrap, Isoc.4.120; ἐ. Καρίας ib.162, cf. AB253.
b. image placed at a door, Call.Epigr.26, dub. in POxy.2146.9 (iii A.D.).
2. = συμποσίαρχος, Plu.2.612c.
German (Pape)
[Seite 982] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – ἥρως ἐπίσταθμος ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui séjourne ; ὁ ἐπίσταθμος :
1 officier chargé de faire préparer des logements;
2 gouverneur ; p. anal. ἐπίσταθμος συμποσίου PLUT président d'un festin.
Étymologie: ἐπί, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσταθμος: II ὁ правитель, наместник (Καρίας Isocr.): ἐ. συμποσίου (= συμποσίαρχος) Plut. председатель пира.
находящийся у дверей, стоящий на пороге (ἐπὶ προθύρῳ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσταθμος: -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων παρά τινι, ἕκαστος τῶν σταθμούχων τὸν ἴδιον ἐπίσταθμον εὖ μάλα μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐπίσταθμος, ὁ, διοικητής, σατράπης, καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας ἐπίσταθμος ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς εἶναι· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = συμποσίαρχος, Πλούτ. 2. 612C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) σταθμός
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής της επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος του συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσταθμος
επόπτης της διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.
Greek Monotonic
ἐπίσταθμος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπί-σταθμος, ον
at the door, Anth.