στραγγίζω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(στράγξ)
A squeeze out, ὕδωρ Dsc.1.30; στραγγιεῖ τὸ αἷμα LXX Le.1.15; press, squeeze the water out of crushed olives which have been immersed, Gp.9.32.1:—Pass., Dsc.2.76; ἐρεβίνθους στραγγιζομένους Hippiatr.38; ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος ibid.
II Med., = στρεύγομαι, Sch.Il.15.511, EM729.50: Act. in same sense, Sch.Od.12.351.
German (Pape)
[Seite 950] ausdrücken, auspressen, πιέζω, Hesych., Diosc. u. LXX.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγίζω: (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, ἐκπιέζω, ὕδωρ Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ αἷμα Ἑβδ. (Λευ. Α΄, 15· - πιέζω, ἐκπιέζω, ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = στρεύγομαι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.
Greek Monolingual
ΝΜΑ στράγξ, -γγός]
1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ.
γ. «στραγγιεῖ τὸ αἷμα», ΠΔ)
2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)
νεοελλ.
1.(αμτβ.) χάνω το υγρό που περιέχεται μέσα μου, στεγνώνω (α. «στράγγιξε τελείως το τυρί» β. «άφησα τα χόρτα στο σουρωτήρι να στραγγίξουν»)
2. μτφ. πίνω ή χύνω τελείως, ως την τελευταία σταγόνα, το υγρό από δοχείο (α. «αυτός, παιδί μου, στράγγισε ολόκληρη τη μπουκάλα με το κρασί» β. «στράγγισα το ποτήρι μου»)
3. χάνω την ικμάδα μου, εξαντλούμαι τελείως («στράγγισε από την κούραση»)
αρχ.
μέσ. στραγγίζομαι
εξαντλούμαι.